Category Archives: Καταγραφές στα ελληνικά

Κείμενα γραμμένα στη ελληνική γλώσσα που φιλοξενήθηκαν στις εφημερίδες ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ και ΓΝΩΜΗ των Πατρών, στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ των Αθηνών, στο περιοδικό ελευθερίας και γλώσσας ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ ή στους ιστοτόπους www.thebest.gr και www.newsplus.gr

Καμάρες και Υγρές Ψυχές

foto2.jpg 

Του Dr. med. Π. Κ. Αλεξόπουλου, Ιατρού 

Η μεμψιμοιρία και η αυτιστική εσωστρέφεια βασανίζουν για δεκαετίες αυτή τη πόλη και εγκλωβίζουν τη ζωή της σε μια στείρα άρνηση. «Στη Πάτρα –έγραφε πριν από χρόνια ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος- η ψυχή μας είναι υγρή…». Τόσο διαρκώς και αδιαλείπτως υγρή που το σκοτάδι των κομματικών στρατεύσεων και η άπνοια της ανεργίας, που έπεσε βαρειά πάνω στο σώμα της πόλης στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, έκαναν τη ψυχή μας σχεδόν να μουχλιάσει και να συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποστρέφει φοβισμένη το βλέμμα της από τον ορίζοντα που αρχίζει να ροδίζει… Η πόλη ετούτη αλλάζει και έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί, αρκεί να σταθούμε και να την κοιτάξουμε στα μάτια… 

«Στην Πάτρα… οι καμάρες  δεν μας προστατεύουν μόνο από τη βροχή…Γέννησαν μέσα μου το αίσθημα ότι κάποια σκέπη υπάρχει παντού, μια σκέπη που είναι η παλάμη του Θεού και οι κολώνες είναι ίσως, τα δάκτυλα του…», συνεχίζει ο Κανελλόπουλος. Τους τελευταίους μήνες τοποθετήθηκαν φανοί στις καμάρες της Κορίνθου στο ιστορικό κέντρο, για να αναδειχθεί ένα σημαντικό στοιχείο της φυσιογνωμίας αυτής της πόλης, και ίσως για να «φωτιστεί» λίγο το χέρι του Θεού που μας προστατεύει και μάς καλεί να υπερβούμε την εσωστρέφεια και την αδιέξοδη μεμψιμοιρία μας… Σε αντίθεση με την άμετρη περί καγκέλων φιλολογία της εποχής Αβραμόπουλου στο Δήμο Αθηναίων, η κοινωνία των Πατρών αγνόησε την αλλαγή… Είναι τάχατες τούτο ένα ακόμα σημάδι της ρηχής μας σχέσης με τη πόλη; Ή μήπως αντικατοπτρίζει την απώλεια της μνήμης του τρόπου του «ευ ζειν» της αστικής παράδοσης της Πάτρας, τον οποίο η αισθητική του νέου φωτισμού υπηρετεί; Φαίνεται οτι εθιστήκαμε στον να μην αντέχουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Εγκλωβισμένοι στη «μούχλα» της ψυχής μας και λοξοκοιτώντας διαρκώς προς το υβριδικό, μεταπρατικό και τελματωμένο αθηναϊκό σύστημα εξουσίας, συμβιβαστήκαμε στη συντήρηση μιας σχέσης με τη πόλη μας από συνήθεια και όχι από ανάγκη… 

Η Πάτρα αργά και βασανιστικά είτε μέσω της μετρίων επιδόσεων πολιτιστικής πρωτεύουσας, είτε μέσω των μεγάλων έργων που ήδη τρέχουν ή σύντομα ξεκινούν, είτε μέσω της πνευματικής, επιστημονικής, λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παραγωγής των ανθρώπων της, είτε μέσω της καρναβαλικής δημιουργίας αναγεννιέται, με σεβασμό πάντα στην ιστορία της… Βαθμιαία δημιουργείται το πεδίο για να αναπτυχθούν περαιτέρω οι δημιουργικές δυνάμεις αυτού του τόπου και να απεγκλωβισθούν τα εδώ και κάποιον καιρό εκ νέου αναδυόμενα πολυσυλλεκτικά και κοσμοπολιτικά χαρακτηριστικά της πατραϊκής κοινωνίας. Ας ανοίξουμε επιτέλους τα μάτια και τα αυτιά μας σε αυτά που μας περιβάλλουν. Ας ψηλαφίσουμε τις καμπύλες αυτής της πόλης. Ας διαλεχθούμε μαζί τους… Ας κοιτάξουμε κατάματα τη μαγεία και το φως του προσώπου της…         

«Πελοπόννησος», 27 Ιανουαρίου 2008

Πρωτεργάτης του Μεσαίου Χώρου

kenollopoulos.jpg

 Σχόλιο στο βιβλίο του Νίκου Ι. Νικολόπουλου «Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Ο Πολιτικός της Σύνθεσης και του Μέτρου» (Εκδόσεις «Περί Τεχνών») 

Του Dr. med Π. K. Αλεξόπουλου  

Παρά την επιτακτική ανάγκη μιας φυγής προς τα εμπρός ο τόπος μας ταλανίζεται τις τελευταίες δεκαετίες από στασιμότητα και ακινησία. Ισχυρές δυνάμεις αδράνειας, ιδεολογικές αγκυλώσεις και ηγετικές ομάδες που βρίσκονται στο τιμόνι της χώρας από συνήθεια, βυθισμένες στο τέλμα και στη βαλτώδη ανία τους στέκονται τροχοπέδη στην πρόοδο και στην ανάδειξη νέων δυνάμεων.  Στα  στοιχεία που είναι εν δυνάμει σε θέση να συμβάλλουν στην υπέρβαση των δήθεν αδιεξόδων, που δημιουργεί η οκνηρία ή η δειλία, και τα οποία βρίσκονται σήμερα σε φάση ιδεολογικών αναζητήσεων απευθύνεται το βιβλίο- αδρομερής παρουσίαση -όπως ο συγγραφέας του σημειώνει- του έργου και της δράσης του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.  

Το πόνημα του Νίκου Νικολόπουλου παρουσιάζει σύντομα την ιστορική διαδρομή του κορυφαίου ανθρώπου του πνεύματος και συνεπούς και αταλάντευτου αγωνιστή της πρώτης γραμμής κάθε μεγάλης στιγμής του έθνους την οποία έζησε. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται σε έναν εξωραϊσμό της πολιτικής δράσης του Κανελλόπουλου. Αρνείται να αποσιωπήσει ή να στρογγυλέψει δεδομένα. Δεν αποφεύγει να ενσκύψει σε σημεία σκοτεινά ή μελανά της πορείας του μεγάλου ηγέτη. Μέσω της συλλογής πληροφοριών, μαρτυριών και της μελέτης των πηγών παλεύει να τα ερμηνεύσει και να τα φωτίσει. Για παράδειγμα ρίχνει φως στη δήθεν παρομοίωση του στρατοπέδου συγκεντρώσεως της Μακρονήσου με τον Παρθενώνα που αποδίδεται στον Κανελλόπουλο και που οφείλεται –όπως η μαρτυρία του τότε κρατούμενου στη Μακρόνησο Κων. Δεσποτόπουλου πιστοποιεί- απλώς σε δημοσιογραφική επιπολαιότητα ή σε ελλιπή γνώση της Αγγλικής. Ερμηνεύεται ακόμα η στάση του να μην πολιτευθεί με τη Νέα Δημοκρατία στις πρώτες εκλογές μετά τη Μεταπολίτευση. Το βιβλίο κοσμούν στα πλαίσια ενός επιμέτρου κείμενα για τον Κανελλόπουλο του Κων. Τσάτσου, του Λεων. Κύρκου, του Ιωαν. Πεσματζόγλου και του Γιάννη Ποττάκη, αριστοτεχνικά επιλεγμένα προκειμένου να προβληθούν διαφορετικές πλευρές ενός πρωτοπόρου που γράφει ιστορία τόσο στους επιστημονικούς στίβους, όσο και στην κονίστρα της πολιτικής. Είναι σαφές πως ο Νικολόπουλος δεν επιθυμεί να παίξει το ρόλο του ιστορικού. Ένας ιστορικός επιβάλλεται να είναι ή να προφασίζεται ότι είναι ελεύθερος και ουδέτερος. Για έναν σκληροτράχηλο ιδεολογικό μαχητή όμως η ιστορία είναι πάντα σύγκρουση. Ο Νίκος Νικολόπουλος παραμένει στο νέο του βιβλίο πιστός στη συγκρουσιακή αντίληψη του για την ιστορία.  

Η δράση και οι αγώνες του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πορεία της ελληνικής δεξιάς προς το Μεσαίο Χώρο. Μέσα από τις γραμμές του βιβλίου τονίζεται η μετωπική σύγκρουση του Κανελλόπουλου με το φανατισμό, την οξύτητα, τις δυνάμεις της συντήρησης, τις καθεστωτικές λογικές και η αταλάντευτη προσήλωση του στην επίτευξη ευρύτερων δημοκρατικών συνθέσεων και στη δημοκρατική εξέλιξη της κοινωνίας. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παίρνει για παράδειγμα το Νοέμβρη του ’35 ξεκάθαρη θέση κατά της παλινόρθωσης της μοναρχίας και οδηγείται εξαιτίας αυτής της στάσης του τόσο σε παραίτηση από τη θέση του προέδρου του ΙΚΑ, όσο και στην εγκατάλειψη της πανεπιστημιακής έδρας της κοινωνιολογίας. Καταγγέλλει την ίδια περίπου εποχή το βενιζελικής εμπνεύσεως «Ιδιώνυμο» με το οποίο διωκόταν το ΚΚΕ, ως μέτρο που προσέβαλλε την ελευθερία και αποτελούσε κόλαφο για μια σύγχρονη δημοκρατία. Διαβάζοντας κανείς το πόνημα του Ν. Νικολόπουλου έχει την εντύπωση πως ο συγγραφέας πασχίζει να καταδείξει πως ο Μεσαίος Χώρος ή το Κοινωνικό Κέντρο δεν είναι απλώς επικοινωνιακά πυροτεχνήματα ή σημαία ευκαιρίας μιας από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν ιδεολογικά λαφυραγωγημένης δεξιάς, αλλά μια σταθερή συνιστώσα της ιδεολογικής της ταυτότητας, της οποίας η ιστορική εξέλιξη επιβάλλεται να μελετηθεί και να αναδειχθεί. Ο Κανελλόπουλος είναι για το Νικολόπουλο ένας από τους πρωτεργάτες του Μεσαίου Χώρου, αφού δεν δίστασε σε χρόνους έξαψης και εμφυλίων παθών να υπερβεί κόμματα, παραδόσεις και αντιθέσεις, προκειμένου να εκπληρώσει το χρέος του απέναντι στην ιστορία και στη πατρίδα. 

Πολλά σημεία του βιβλίου συνιστούν έμμεσο και έντεχνο σχόλιο στη κρίση του πολιτικού συστήματος σήμερα. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί ήδη στην εισαγωγή καθαρά και άμεσα τα δύο μοντέλα άσκησης  πολιτικής. Το ηγεμονικό στα πλαίσια του οποίου η κατάκτηση και η διατήρηση της εξουσίας είναι αυτοσκοπός και το ελληνικό που ταυτίζει την πολιτική με την παιδεία, την προσφορά και την προώθηση των γενικών συμφερόντων. Σε μια εποχή μικρονοϊκών υπεκφυγών, κοντόφθαλμων λογικών, που πονήματα για την πολιτική κυριαρχία γίνονται ανάρπαστα και η πολιτική έχει καταστεί έρμαιο των επικοινωνιακών τεχνασμάτων η προβολή της ασυμβίβαστης αγωνιστικότητας, της  πολυπρισματικής παιδείας και της ανιδιοτέλειας του μεγάλου πολιτικού ηγέτη είναι ουσιαστικά καταγγελία της σημερινής έκπτωσης και γύμνιας της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Η ευρύτατη παιδεία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου προβάλλεται ως στερεή βάση που του επέτρεπε την καθολική εποπτεία του γίγνεσθαι της εποχής του. Η γόνιμη ανάλυση των μηνυμάτων των καιρών τον οδήγησε στην προβλεψη της ελληνικής νίκης στα βουνά της Πίνδου το ’40. Η πρόβλεψη αυτή καταγράφεται σε επιστολή του στον κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά προ της ενάρξεως του αγώνα, απόσπασμα της οποίας παραθέτει ο Νικολόπουλος. Στην προφητική ομιλία του στη συνεστίαση της εθνικής ενώσεως δικηγόρων στην Αθήνα το 1966 προέβλεψε επίσης με εξαιρετική ακρίβεια την πτώση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο καθίσταται σαφές πως η σημερινή ηγεσία της χώρας σε ένα μεγάλο της ποσοστό στερείται τόσο διορατικότητας, όσο και αταλάντευτης πίστης σε αρχές και αξίες που υπερβαίνουν το εδώ και το τώρα και τέμνουν τη πορεία του Γένους διαχρονικά.  

Το βιβλίο «Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Ο Πολιτικός της Σύνθεσης και του Μέτρου» είναι η δεύτερη ένδειξη μετά τη μελέτη για το Δημήτριο Γούναρη, πως ο Νίκος Νικολόπουλος έχει πιθανότατα κατανοήσει το θεωρητικό και ιδεολογικό αδιέξοδο της κυριαρχούσας σήμερα στο χώρο της κεντροδεξιάς μυωπικής ιστορικοϋλιστικής αντίληψης του φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία η πολιτική κρίνεται στο πεδίο της οικονομίας. Σε έναν κόσμο δίχως έρμα που αλλάζει ραγδαία, η πολιτική ισχύς κρίνεται όμως στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Νικολόπουλος επιστρέφει επίμονα τα τελευταία χρόνια στις πηγές.  Οι αξίες του τρόπου των Ελλήνων συνιστούν σημείο αναφοράς, ψυχικής ισορροπίας, κώδικα συμπεριφοράς και απάγκιο συναισθημάτων. Η ελληνική δεξιά ως δρόμος ανιδιοτέλειας, ελευθερίας, αλληλοπεριχώρησης και καρτερίας έρχεται από μακρυά για να πάει μακρυά. Η διαδρομή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι δρομοδεικτική και συγκλονίζει, λόγω της συνείδησης της ιστορίας και της αίσθησης της προοπτικής από την οποία εμφορείται…      

Erlangen, Νυρεμβέργη, Δεκέμβρης 2007    

«Πελοπόννησος», 5 Ιανουαρίου 2008                

gennisis.jpg

Χριστούγεννα 2007

Αυτό που συνήθως μέσα στη παραζάλη του εορταστικού και υπερκαταναλωτικού παραληρήματος μας ξεχνάμε ή παραβλέπουμε είναι κάτι που τόνιζε ο μακαρίτης Παναγιώτης Νέλλας, ιδρυτής της περιοδικής έκδοσης σπουδής στην Ορθοδοξία ¨Σύναξη¨. Τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε τη γέννηση του Θεανθρώπου, δηλαδή του Θεού που δεχεται να γίνει και τέλειος άνθρωπος. Στο θαύμα της ενανθρωπήσεως έχουμε την εξύψωση της ανθρώπινης φύσεως, η οποία καθίσταται θεοτόκος. Ένας άνθρωπος δηλαδή – η Παναγία- γεννά μέσω μιας υπερφυσικής, εκ πνεύματος Αγίου διαδικασίας συλλήψεως το ίδιον τον Θεό, που ανακαινίζει με αυτό το τρόπο την βασανισμένη από τη φθορά της πτώσως ανθρώπινη φύση…
Ας είναι τα φετινά Χριστούγεννα πέρασμα στο κόσμο του Φωτός του Κυρίου που γεννιέται, στο κόσμο της διάκρισης των ουσιαστικών και καίριων της ζωής, από τα ανούσια και εφήμερα, και ταυτόχρονα πέρασμα στην άσκηση, στην αλήθεια, στο μέτρο και στη γνησιότητα της Σχέσης.
Dr. med. Π. Κ. Αλεξόπουλος

Ο Μεχμέτ και η Ελλάδα του Σεφέρη που πληγώνει


Του
Dr. med Π. K. Αλεξόπουλου,


Το οχτάωρο μιας εξαντλητικής και έντονης μέρας πλησίαζε επιτέλους στο τέλος του. Όι ρυθμοί και η αδρεναλίνη βαθμιαία έπεφταν. Η σκέψη ήταν ήδη μακρυά από τη δουλειά. Ξαφνικά το τηλέφωνο άρχισε να «χτυπάει» επίμονα. Ποιος να είναι τέτοια ώρα, αναρωτήθηκα. Στην άλλη άκρη της γραμμής κάποιος μιλούσε ελληνικά… Η εισαγωγή απλή και άμεση. «Μεχμέτ Μπ. λέγομαι. Σας παίρνω τηλέφωνο από το Lichtenfels της βόρειας Βαυαρίας γιατί θέλω να μιλήσω με Έλληνα γιατρό. Κάποιος που μιλά ελληνικά μπορεί να με καταλάβει καλύτερα». Η συζήτηση επικεντρώθηκε σε συμπτώματα, θεραπείες, γιατρούς- θεραπευτές. Εκεί λίγο πριν το κλείσιμο της κουβέντας, το κατέβασμα του ακουστικού και την ελευθερία της σχόλης που με περίμενε ανυπόμονα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην περιέργεια μου και έθεσα όσο πιο διακριτικά μπορούσα το ερώτημα εάν γεννήθηκε στην Ελλάδα. «Πονεμένη ιστορία» αποκρίθηκε. «Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, είμαι μουσουλμάνος». «Α τώρα καταλαβαίνω. Ανήκετε στη μειονότητα» τον διέκοψα. «Με μειονοτικούς δεν είχα πολλά πάρε δώσε. Έκανα παρέα κυρίως με χριστιανούς. Μανώλη με φώναζαν. Στα δεκαοχτώ μου μπήκα στο αντίστοιχο σήμερα παιδαγωγικό τμήμα του Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως με προσέγγισαν μειονοτικοί φοιτητές. Σύντομα κατάλαβα πως δεν έβλεπαν με καλό μάτι την αντίληψη μου να νιώθω και να δηλώνω Έλληνας μουσουλμάνος. Έγιναν φορτικοί. Ξεκίνησαν ψυχολογικό πόλεμο… Γι’ αυτούς ήταν σκάνδαλο ένας μελλοντικός δάσκαλος της μειονότητας να δηλώνει Έλληνας. Δεν άντεξα. Τα παράτησα. Ήρθα Γερμανία, μακριά από τις εντάσεις. Είμαι αυτοκινητιστής. Έκανα οικογένεια. Οι κόρες μου αγαπούν την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα μας». Κάπου εκεί έφτασε στο τέλος της η πρώτη τηλεφωνική μας επικοινωνία, αφήνοντας μου ένα αίσθημα πικρίας…


Ο Μεχμέτ λοιπόν εγκατέλειψε την Ελλάδα γιατί η Ελλάδα δεν του επέτρεπε να δηλώνει Έλληνας ή μάλλον διότι δεν μπορούσε να τον στηρίξει και να τον προστατεύσει ως Έλληνα μουσουλμάνο. Η οργή απέναντι στο αρτηριοσκληρυντικό και αναποτελεσματικό ελλαδικό κρατίδιο ίσως είναι η πρώτη ακατέργαστη αντίδραση στη συγκλονιστική ιστορία ενός ανθρώπου που εκδιώχθηκε από τη χώρα μας πριν από 25 περίπου χρόνια. Η οργή γίνεται ακόμα πιο έντονη εάν αναλογιστεί κανείς τη δήλωση του πρωθυπουργού στη συνέντεύξη τύπου στη διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης φέτος τον Σεπτέμβρη σχετικά με το αυτονόητο δικαίωμα μουσουλμάνου υποψήφιου βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας να αυτό-προσδιορίζεται ατομικά ως Τούρκος. Ένα κόμμα στυλοβάτης του πολιτικού μας συστήματος επιβραβεύει έναν Έλληνα πολίτη που δηλώνει Τούρκος, εντάσσοντας τον στο ψηφοδέλτιο του! Τρελλαθήκαμε εντελώς; Όχι βέβαια! Είμαστε απλώς συνεπείς… αφού το αδιαλείπτως μεταρρυθμιζόμενο και διαρκώς απορυθμισμένο κράτος των Αθηνών προωθεί εδώ και δεκαετίες την τουρκοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας, μεταξύ άλλων και μέσω της διδασκαλίας βιβλίων που φτάνουν κατευθείαν από τη Τουρκία…


Πέρα όμως από την οργή, η ιστορία του Μεχμέτ έχει κάτι τραγικό στον πυρήνα της. Ο Μεχμέτ αγάπησε την Ελλάδα και αυτή αποδείχθηκε ανάξια των αισθημάτων του. Έζησε στο πετσί του την Ελλάδα του Σεφέρη που πληγώνει. Ο ποιητής δεν αναφερόταν στα κακώς εν Ελλάδι κείμενα. Ο Σεφέρης αναφερόταν στην αληθινή-γνήσια Ελλάδα που πληγώνει με την απουσία της. Ο Μεχμέτ μάτωσε τόσο εντός των ορίων του ελλαδικού κρατιδίου, όσο και εκτός αυτού από την απουσία της Ελλάδας της αλληλοπεριχώρησης, της Ελλάδας της Φιλοκαλικής αναγέννησης, της Ελλάδας του βίου πέρα από τις βιολογικές αναγκαιότητες, της Ελλάδας της ανθρωπιάς που σε σφάζει… Από το κράτος των Αθηνών των 20-30 οικογενειών που ηγούνται της χώρας από συνήθεια, βυθισμένες στο τέλμα και στη βαλτώδη ανία τους δεν προσμένουμε τίποτα. Βαθμιαία κατανοούμε ότι η γνήσια Ελλάδα έχει ήδη αφήσει τούτο το λιμάνι της ελαφρότητας και της ανεπάρκειας. Βαθμιαία συναισθανόμαστε ότι η ζωή της υπομονής και της καρτερικότητας, αλλά και της επιμονής στα γνήσια, καίρια και ουσιαστικά γίνεται αφορμή και πορεία πνευματικής ωριμότητας. Τα υπόλοιπα θα έλθουν από μόνα τους…

«…Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι
όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα
τα καράβια…» (Γ. Σεφέρης)

Erlangen, Νυρεμβέργη, Δεκέμβρης 2007

¨Πελοπόννησος¨, 9 Δεκεμβρίου 2007

Περί της στρατηγικής του Γ. Παπανδρέου στη Τηλεμαχία

Η θεωρία περί της σκεπτόμενης μειοψηφίας του 3-4% που κάνει δίχως εξαρτήσεις την επιλογή της σε κάθε εκλογική αναμέτρηση κρίνοντας το αποτέλεσμα μάλλον δεν ισχύει για την παρούσα αναμέτρηση- ορόσημο του ευτελισμού του πολιτικού συστήματος και της αποπολιτικοποίησης της ζωής (ανούσια προσφυγή στις κάλπες εν μέσω θέρους και κακοποίηση της ευελιξίας του συντάγματος κλπ). Αυτό φαίνεται τουλάχιστον να υποδηλώνει η στρατηγική του Γ. Παπανδρέου στους τηλε-μονολόγους της δήθεν τηλεμαχίας. Ο Κ. Καραμανλής έκλεισε το μάτι στη λεγόμενη σκεπτόμενη μειοψηφία προβάλλοντας τον εαυτό του ως συνετό κυβερνήτη με λάθη και παραλείψεις και ταυτόχρονα χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι με ένα σημιτικής αισθητικής δίλημμα “αυτοδυναμία ή νέες εκλογές”, δείχνοντας στους φλερτάροντες με τον Λ.Α.Ο. λόγω ιδεολογικοπολιτικής αντίληψης ή με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. λόγω κοινωνικών ανησυχιών ή «υπερβατικής» αισθητικής (στην Ελλάδα της ιδεολογικής και πολιτισμικής μονοκρατορίας της αριστεράς ζούμε άλλωστε…) ποιος είναι το αφεντικό του μαντριού/ σπιτιού. Ο Γ. Παπανδρέου κατήγγειλε με πάθος τις παθολογίες της λειτουργίας ενός κράτους που το κόμμα και η οικογένεια του (γιατί αναφέρθηκε και σε αυτή) έχτισε τα τελευταία τριάντα χρόνια, λες και μπήκε στη πολιτική χτες και δεν έχει μερίδιο για το κατάντημα αυτού του τόπου. Πέρα από τις καταγγελίες ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ μίλησε –και εδώ είναι το ενδιαφέρον- για τον άλλο δρόμο που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση του. Δίχως επεξηγήσεις, δίχως περισσότερες λεπτομέρειες, δίχως συγκεκριμένες προτάσεις και τρόπους λύσεων πέρα από τα οράματα και τις ιδέες ο άλλος δρόμος έμεινε ομιχλώδης και ασαφής, θυμίζοντας τον άλλο δρόμο του Ευρωκομμουνισμού της δεκαετία του ’70…Είναι μια τέτοια ρητορεία θελκτική για τη σκεπτόμενη μειοψηφία; Μάλλον όχι. Ήταν σαφές όμως πως ο Γ. Παπανδρέου πολιτεύθηκε στα πλαίσια της συζήτησης στοχοκατευθυνόμενα. Ήξερε τι ήθελε και ήταν καλά προετοιμασμένος. Τι σημαίνει η στάση αυτή του αρχηγού του ΠαΣοΚ; Δύο ενδεχόμενα: Ή ήθελε να τσιμεντοποιήσει τη παραδοσιακή βάση του κόμματος του γύρω του με το βλέμμα στραμμένο στις προκλήσεις τις επόμενης μέρας, θεωρώντας τη μάχη για της σκεπτόμενη μειοψηφία χαμένη και κατά συνέπεια δεδομένη την ήττα στις εκλογές ή το επικοινωνιακό του επιτελείο και ο ίδιος πιστεύουν πως οι καταστροφές στη δυτική Πελοπόννησο δημιουργούν ένα νέο σκηνικό κινητικότητας παραδοσιακά σε ένα κόμμα ενταγμένων ψηφοφόρων, τους οποίους προσπαθεί με κούφια λόγια και όμορφα συνθήματα εκθέσεως ιδεών να ρυμουλκήσει στη πλευρά του…

-Αλαφροΐσκιωτε καλέ για πες απόψε τι ‘δες;

-Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα γεμάτη μάγια (Δ. Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»)

Dr. med. Π. Αλεξόπουλος

¨Πελοπόννησος¨, 8 Σεπτεμβρίου 2007

Αναφορά σε ασκήσεις Προσέγγισης της Κλασσικής Μουσικής

Η Ελλάδα γνώρισε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 μια πρωτόγνωρη άνθηση των σπουδών κλασσικής μουσικής. Ήταν η εποχή που τα μαθήματα πιάνου και κλασσικής κιθάρας έγιναν εμμονή του συνόλου σχεδόν της αστικής τάξης. Τα ωδεία έσφυζαν από ζωή και η αστική τάξη θεωρούσε πως τα τέκνα της φλέρταραν σοβαρά και με προοπτική αρραβώνα με το θησαυρό της κλασικής μουσικής. Επιτέλους η Ευρώπη ερχόταν πιο κοντά…παρά τις φωνασκίες των τρωγλοδυτών της «Αυριανής» (1). Μαζί με το ξέφτισμα των σοσιαλιστικών μας παραληρημάτων επήλθε στα τέλη της προαναφερθείσας δεκαετίας και η υποχώρηση του παροξυσμού της μαζικής ενασχόλησης των βλαστών αυτού του τόπου με την κλασσική μουσική. Τι ήταν όμως αυτή η τάση; Γιατί δεν καρποφόρησε; Ήταν απλώς μια μόδα ή συνιστούσε ανάγκη έκφρασης;

Παρένθεση: Στο σχολείο στα πλαίσια του μαθήματος της μουσικής διδάσκεται στους μαθητές πως οι μεγάλοι μουσουργοί περιγράφουν -ανάμεσα στα άλλα- μέσα από την εκφραστική δύναμη των μουσικών τους συνθέσεων ανοιξιάτικα τοπία, την ένταση της χαράς, τη λάμψη του φωτός κλπ. Πώς όλα αυτά γίνονται κατανοητά, παραμένει χρόνια τώρα ένα ερώτημα που με βασανίζει…

Αλλαγή σκηνικού: Βράδυ Φλεβάρη σε ένα νοσοκομείο στη νότια Γερμανία. Σκοτάδι πηχτό. Χιόνι παντού. Τα τζάμια θαμπά από τις διαφορές της θερμοκρασίας… Σε μια γωνιά της πτέρυγας της ψυχιατρικής κλινικής ένα πιάνο έχει πάρει φωτιά και το παγωμένο απόβραδο -που δεν λέει να περάσει- σαν να παίρνει λιγάκι φως… Ένοχος για το σκηνικό και την έμπνευση ένας νοσοκόμος, που βρήκε με τον τρόπο αυτό το δρόμο για να κραυγάσει ενάντια στη μονοτονία και το σκώτος του περιβάλλοντος χώρου…

Δεν προσπαθώ να εξάγω βεβιασμένα συμπεράσματα ή να γενικεύσω… Παλέυω μόνο να βρω απαντήσεις σχετικά με το γιατί στη κεντρική και βόρεια Ευρώπη η κλασσική μουσική είναι λαϊκό κτήμα ένω στο Νότο περιορίζεται στους στενούς κύκλους των μυημένων και των διανοουμένων. Μήπως η Μεσόγειος έχει ήδη τα χρώματα, τους ήχους και το φώς παρόντα σε χρόνο ενεστώτα, με αποτέλεσμα οι μουσικές συνθέσεις οι περιγράφουσες τη φύση να μοιάζουν εδώ «φλυαρίες»; Μήπως η γιορτή είναι ήδη ανάμεσα μας και δεν χρειάζεται να την ανακαλέσουμε από τους τόπους της μνήμης ή του ασυνειδήτου; Μήπως γι’ αυτό η μουσική μας -όπως της ορίζουν οι πενιές του Μάρκου, οι διονυσιακοί στίχοι του Ζαμπέτα ή τα σκιρτήματα της καρπάθικης λύρας σε γλέντι ολυμπίτικο λίγο πριν το ξημέρωμα- περνά αμέσως στα καίρια και τα ουσιαστικά του βίου, δηλαδή στον έρωτα, την ομορφιά, την απώλεια, τη λύπη ή τη χαρά;

«Γεύση Σαντορίνης, γεύση Κρήτης, γεύση Άθω… το χωριό τ’ορεινό σε κάποιο νησί, το φτωχοεκκλησάκι…Στο παραθυράκι με το σπασμένο τζάμι ο ξεραμένος βασιλικός και απ’ έξω, ως κάτου αριστερά οι πλαγιές με τις φυτείες από κρεμμύδια, και τ’ αγριεμένο πέλαγος…» (2). Πολύχρωμο σκηνικό και παλλόμενη πραγματικότητα της ζωής μας. Στα χιονισμένα και μονότονα τοπία του Salzburg, της Zuerich, της Wien ή του Bayreuth η κλασσική μουσική είναι πρωτίστως ανάγκη, βάλσαμο αναγκαίο για την δίοδο μέσα από το σκοτάδι του χειμώνα… Στα πλαίσια όμως του δικού μας χωροχρόνου η πανδαισία των χρωμάτων, των ήχων και των συναισθημάτων δεν βρίσκεται σε χειμέρια νάρκη για 6-7 μήνες ετησίως, αλλά είναι αενάως παρούσα στο εδώ και στο τώρα. Ίσως γι’ αυτό ήταν η έκρηξη της ενασχόλησης με την εκμάθηση της κλασσικής μουσικής μια μόδα που ξέφτισε γρήγορα, αδυνατώντας να υπηρετήσει τις εκφραστικές ανάγκες των ανθρώπων σε τούτη τη γωνιά της Μεσογείου… Το θαύμα ήταν και είναι αλλού…

Dr. med. Π. Αλεξόπουλος

Erlangen, Νυρεμβέργη, Ιούνιος 2007

(1) Δ. Σαββόπουλος. Μην περιμένετε αστειάκια. Το Κούρεμα.

(2)Ο. Ελύτης. Ιδιωτική Οδός


¨Πελοπόννησος¨, 25 Ιουνίου 2007

Aναζητώντας το Μύθο της Πόλης

Το επτασέλιδο αφιέρωμα του ΒΗΜΑgazino της 11ης Φεβρουαρίου προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, αφού μόνο διαφημιστικό για το θεσμό του Πατρινού Καρναβαλιού δεν ήταν (1). Για μια ακόμα φορά κατέστησαν οφθαλμοφανείς –πέρα από τις τεχνοκρατικής φύσεως αδυναμίες- η ανεπαρκής προβολή και η αποτυχημένη επικοινωνιακή πολιτική του Πατρινού Καρναβαλιού. Κυρίως όμως αναδείχθηκε για πολλοστή φορά η τάση των κατοίκων αυτής της πόλης να εστιάζουν την οπτική τους στα κακώς κείμενα της ζωής της πόλης, των συλλογικών δράσεων και του τρόπου του καθημερινού βίου της Πάτρας. Προβλήθηκε αυτή η διάχυτη, διαρκής, ασυνείδητη υφέρπουσα τάση αύτο-ευτελισμού και αύτο- υποβάθμισης της ίδιας της ζωής μας.

Γιατί εστιάζουμε πάντα στα αρνητικά; Γιατί μεμψιμοιρούμε; Γιατί δεν νιώθουμε υπερήφανοι για την πόλη που ζούμε και δημιουργούμε; Γιατί βασανιζόμαστε πάντα από μια ιδιότυπη «γκρίνια»; Ενώ η πόλη αξιώθηκε να γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης συνεχίζουμε να ενεργούμε και να σκεφτόμαστε σαν να μην άφησαν τίποτα στις συνειδήσεις μαs όχι οι πολιτιστικές ή οι όποιες άλλες δραστηριότητες αλλά αυτή η διαρκής κινητικότητα που σημάδεψε την πόλη και τη ζωή της το έτος που πέρασε.

Σημειώνει ο νομπελίστας Orhan Pamuk πως κατά τον Walter Benjamin “η εξωτικότητα και η γραφικότητα μιας πόλης γεννιέται μέσα από τον ενθουσιασμό της προσέγγισης της απέξω. Η σχέση των ντόπιων με την πόλη βασίζεται πάντα στις μνήμες” (2). Έχει ο βασικός κοινωνικός, πολιτικός, οικονομικός και καλλιτεχνικός ιστός της Πάτρας σήμερα μνήμες πολιτιστικής και πολιτισμικής συνέχειας; Έχει συνείδηση τους μύθου αυτής της πόλης; Στα χρόνια του ’60 και στις δεκαετίες που ακολούθησαν η Πάτρα όπως και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα έζησαν μια πληθυσμιακή έκρηξη. Μεγάλο μέρος των αγροτικών πληθυσμών της Αχαϊας, αλλά και των γειτονικών νομών αστικοποιήθηκαν με ρυθμούς ταχύτατους, δίχως κοινωνικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Μεγάλες μάζες πληθυσμού βρέθηκαν αιφνίδια στην Πάτρα, έξω από κάθε πλαίσιο κοινωνικής ένταξης, προσωπικής ταυτότητας και αισθήματος οικειότητας, όπως αυτά εξασφαλίζονταν στο περιβάλλον του χωριού. Ξαφνικά βρέθηκαν σε έναν τόπο άσχετο με τις μνήμες, τα βιώματα και τα σημεία αναφοράς τους…Είχαν προηγηθεί αρχές τους 20ου αιώνα η έξοδος της αγγλικανικής κοινότητας μετά την παρακμή του εμπορίου της σταφίδας και ο πληθυσμιακός αποδεκατισμός της ιταλικής και της εβραϊκής κοινότητας μέσα στη δίνη του μεγάλου πολέμου. Αναπόφευκτα τίθεται επομένως το ερώτημα: Έχουν οι Πατρινοί σήμερα μνήμες που σχετίζονται με την πορεία της πόλης στο χρόνο; Ή μήπως επιβάλλεται τούτη την ώρα να ανακαλύψουμε το μύθο αυτού του τόπου μέσα από τη ματιά των ξένων που επισκέφτηκαν τη πόλη μας και μέσα από μια κατάδυση στις μικρές- μεγάλες ιστορίες κάθε γωνιάς αυτού του τόπου; Μόνο έτσι θα επανεύρουμε το μίτο της συνέχειας της διαδρομής που συνιστά δύναμη αλλαγής και όραμα δημιουργίας.

Πέρα από τις όποιες καθυστερήσεις και οργανωτικές υστερήσεις της πολιτιστικής πρωτεύουσας η γραφίδα των ξένων δημοσιογράφων εντόπισε χαρακτηριστικά της πόλης που τονίζουν την ιδιοπροσωπία της, ξεφεύγοντας από το στερεότυπο της πόλης σημείου αφίξεως των πλοίων από την Ιταλία. Η Πάτρα προτάθηκε ως τουριστικός προορισμός πρόκληση ανακάλυψης της γοητείας που κρύβεται πίσω από το προσωπείο του μπετόν και του κυκλοφοριακού χάους (3). Οι Ευρωπαίοι τονίζουν τις ιταλικές επιρροές στην αρχιτεκτονική, στη διασκέδαση και στην κουλτούρα της πόλης, που της δίνουν τον χαρακτήρα της γέφυρας (αλήθεια πόσοι και σε ποιο βαθμό έχουμε συνειδητοποιήσει πως μόλις ένα οικοδομικό τετράγωνο μακρυά από το Ναό της Ευαγγελιστρίας, βρίσκεται ο καθεδρικός ναός της ρωμαιοκαθολικών συμπολιτών μας ή τη διαφορετικότητα που κομίζει η χορωδιακή εκκλησιαστική παράδοση της πόλης;). Παράλληλα η αισθητική των πολλών cafes στην καρδιά της Πάτρας, αλλά και η εγκύτητα των τόπων απόδρασης (Ρίο, Καλογρυά, Καλάβρυτα, Δελφοί, Ολυμπία) προβάλλονται ως στοιχεία μιας υψηλής ποιότητας ζωής (4). Τα ανωτέρω επεσήμαναν, διαπίστωσαν, ένιωσαν, ψηλάφισαν δημοσιογράφοι δύο μεγάλων γερμανικών εντύπων, εντοπίζοντας με αυτό τον τρόπο στοιχεία της ιδιαίτερης ταυτότητας και του εν υπνώσει μύθου της πόλης…

Το καίριο ερώτημα είναι πώς σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία –μόλις ελάχιστους μήνες μετά το πέρας των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας που ανέδειξε -έστω και ατελώς- την ετερότητα της Πάτρας- θα χτιστεί ή πως θα αφυπνιστεί στις συνειδήσεις των πολλών ο μύθος της πόλεως του Πατρέα, που θα μας επιτρέψει να ξεπεράσουμε αυτή την άρνηση που ταλανίζει τη σχέση μας μαζί της…Μικρές ιστορίες ή τραγωδίες του παρελθόντος, σκιές, μνήμες, εικόνες μάχης, έρωτα, δημιουργίας, ηρωϊσμού, πάθους και πόνου που στοιχειώνουν ακόμα αυτή τη πόλη, ικανές να γλυκάνουν την καθημερινότητα και να δημιουργήσουν άρωμα και αίσθηση συνέχειας και συνάντησης του εδώ και του τώρα με το εκεί και το τότε αυτής της γης και των νεκρών της. Αναφέρονται εδώ κάποια παραδείγματα τέτοιων ιστοριών׃ Ο Άγιος Ανδρέας να συμβάλλει στη διάσωση της Πάτρας από τους Σαρακηνούς που είχαν έρθει να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Σλάβους της περιοχής (5). Το χαμένο αριστερό χέρι του Miguel de Cervantes του πατριάρχη της ισπανόφωνης λογοτεχνίας που έμεινε κάπου στο βυθό του στενού του Ρίου- Αντιρρίου μετά τη ναυμαχία του Lepanto. Ο Γεώργιος Φραντζής να σώζει με το σπαθί του από βέβαιο θάνατο κοντά στο κάστρο της Πάτρας τον αφέντη του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο γάμος του τελευταίου αυτοκράτορα του Γένους στο Σαραβάλι. Η σημασία του «σκισίματος» της Πόλης στα δύο (6). Οι στοές της Πάτρας που σαν την παλάμη και το χέρι του Θεού σκέπουν τις αβεβαιότητες των ανθρώπων (6). Ο Παπουλάκος που μετά από πάνω από 20 χρόνια στην αυστηρή άσκηση κατήγγειλε τη Βαυαροκρατία, κήρυξε το γνήσιο εκκλησιαστικό ήθος για να οδηγηθεί τελικά σιδεροδέσμιος στις φυλακές του κάστρου του Ρίου (7). Ο Παναγιώτης Κανελόπουλος και ο Άρης Βελουχιώτης αρματωμένος στο μπαλκόνι Ερμού και Μαιζώνος μετά τη Δοξολογία της απελευθέρωσης της Πάτρας στη Μητρόπολη. Ο Μίμαρος, και οι σκιές του. Η μυθολογία των πρώτων καρναβαλικών συνάξεων και φυσικά το στοιχειό της πόλης η Πατρινέλα να σέρνει ακόμα τις αλυσίδες της…

Δυστυχώς τα σχολικά βιβλία εκούσια η ακούσια δεν προωθούν, ούτε συμβάλλουν στη καλλιέργεια και στο δέσιμο του μαθητή με την ιδιαίτερη πατρίδα του, με τον τόπο που γεννήθηκε και μεγαλώνει. Μήπως άλλοι φορείς – πέρα από το Υπουργείο Παιδείας- όπως η τοπική και νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, η Εκκλησία των Πατρών ή η «Πελοπόννησος» θα μπορούσαν να ετοιμάσουν μια έκδοση με στιγμές της ιστορίας που σχετίζονται με την πόλη μας, προκειμένου η έκδοση αυτή να αποτελέσει το Αλφαβητάρι των νέων γενεών της Πάτρας;

Αντί επιλόγου: Την Πάτρα διαδέχθηκαν στα πλαίσια του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το Λουξεμβούργο και η Sibiou/ Hermannstadt ενώ το 2008 είναι η σειρά του Liverpool. Το ότι η πόλη μας «πλασαρίστηκε» δίπλα στα παραπάνω αστικά κέντρα, σίγουρα κάτι υπαινίσσεται…Aν μη τι άλλο δίδεται απάντηση σε όλους αυτούς που ισχυρίζονταν πως δεν υπήρχαν άλλες πόλεις να αναλάβουν το θεσμό το 2006. Ο Jose Saramango τόνισε κατά την επίσκεψη του στη Πάτρα: «Ελπίζω αυτή η δουλειά να έχει συνέχεια. Ελπίζω η πόλη να εξελιχθεί από αυτή την πολιτιστική ώθηση και να συνεχίσει να δουλεύει με την ίδια ορμή…Εύχομαι να συνεχίσει η Πάτρα και τα επόμενα χρόνια να λάμπει, ώστε μετά από χρόνια να μπορέσουν να πουν τα παιδιά του σήμερα ότι η Πάτρα είναι η πόλη του Πολιτισμού…»(8). Για να γίνουν πραγματικότητα τα λόγια του Νομπελίστα λογοτέχνη θα πρέπει πρώτα να συναισθανθούμε την σαγήνη και τη γοητεία του χώρου και που μας περιβάλλει και μετά να δουλέψουμε συλλογικά και μεθοδικά ο καθένας στο μετερίζι του για να γίνει η Πάτρα ακόμα καλύτερη. Μόνο έτσι θα φιλοτεχνήσουμε εκ νέου, δυναμικά και με ορμή πρός το μέλλον με τα στέρεα και δοκιμασμένα υλικά του παρελθόντος το μύθο της…

Dr. med. Π. Αλεξόπουλος

Erlangen, Νυρεμβέργη, Μάρτης 2007

(1) Γωγώ Καραλή. Το Καρναβάλι θέλει Τελάλη. «Πελοπόννησος», 14 Φεβρουαρίου 2007
(2)
Orhan Pamuk. Istanbul- Memories and the City. Vintage International, 2006
(3)Natascha Plankermann. Kulturhauptstadt in Zeitnot. „Spiegel“- on line, 16 Dezember 2005

(4) Stefan Schomann. Tor zur Antike. „Die Tageszeitung“, 8. April 2006

(5) Ελένη Σαράντη. Ο Άγιος Ανδρέας και η Πάτρα: Ιστορία και Παράδοση. «Πελοπόννησος», 30 Νοεμβρίου 2006
(6) Παναγιώτης Κ. Κανελόπουλος. Η Πάτρα- πρόχειρες σκέψεις, βαθειές εντυπώσεις. «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά», 1957
(7)Χρήστος Γιανναράς. Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα. Εκδόσεις Δόμος, Απρίλιος 1992
(8)
Jose Saramango. Απόσπασμα από την εισήγηση της εκδήλωσης «Το μεγαλύτερο λουλούδι του κόσμου». Πάτρα 2006, patras2006.gr, 28 Δεκεμβρίου 2006

¨Πελοπόννησος¨, 2 Απριλίου 2007

H Νότια Γερμανία, η «Πολιτιστική» και το Μέλλον της Πάτρας

Μετά από μια μακρά διαδικασία εκτεταμένης και ενδελεχούς αξιολόγησης από ειδική επιτροπή σοφών και βάσει ειδικών κριτηρίων που αφορούσαν την δυναμική και την ανταγωνιστικότητα στη παγκόσμια επιστημονική κοινότητα επελέγησαν πριν περίπου ένα μήνα τα κορυφαία πανεπιστήμια της Γερμανίας. Στην κορυφή αυτής της κατάταξης βρίσκονται πέντε πανεπιστήμια των τριών νοτίων κρατιδίων της ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας. Με αφορμή το αποτέλεσμα αυτό ξεκίνησε στο γερμανικό τύπο ένας ευρύς διάλογος σχετικά με τις αιτίες που οδήγησαν το νοτιογερμανικό κόσμο (Βαυαρία, Βάδη- Βυττεμβέργη, Αυστρία, Ελβετία) να βρίσκεται σήμερα στην οικονομική, επιστημονική, πολιτιστική και πολιτισμική πρωτοπορία της Ευρώπης. Παρότι ο γερμανικός νότος ήταν στο τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου η πιο υπανάπτυκτη περιοχή της Γερμανίας διακρίνεται σήμερα για την οικονομική του ευρωστία και την επιστημονική και κοινωνική του δυναμική.

Τι είναι τελικά αυτό που οδήγησε τους συγκεκριμένους πληθυσμούς και τις συγκεκριμένες περιφέρειες στη θέση που βρίσκονται σήμερα; Μήπως η συγκεκριμένη πραγματικότητα οφείλεται στις παραδοσιακά συντηρητικών και φιλελεύθερων αποχρώσεων κυβερνήσεις; Μα στην Αυστρία και στην Ελβετία κυβερνούσαν για χρόνια οι σοσιαλδημοκράτες. Μήπως οφείλεται σε θρησκευτικούς λόγους; Οι προτεστάντες, οι οποίοι για να σώσουν την ψυχής τους πρέπει να αυξήσουν τα επιχειρηματικά τους κέρδη, κυριαρχούν στο γερμανικό Βορρά και όχι στο Νότο. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Πολλοί αρθρογράφοι ισχυρίζονται πως η λύση του μυστηρίου βρίσκεται στις κοινωνικές και κοινοτικές δομές του νοτιογερμανικού κόσμου. Σε αυτό το αίσθημα ενότητας και ασφάλειας που δημιουργεί η ενιαία ταυτότητα και η συνείδηση της κοινής παράδοσης. Αυτή η συνειδητή ενότητα είναι που οδηγεί τα άτομα αλλά και τις ομάδες στη δράση και στις πρωτοβουλίες που κάνουν τις τοπικές κοινωνίες και τις περιφέρειες να ανθίζουν. Για πολλούς ανθρώπους της σκέψης το κύριο συστατικό της επιτυχίας είναι η κοινωνικά και πολιτισμικά συνειδητοποιημένη και με αίσθημα συνέχειας αστική τάξη. Ο ιστός ενότητας των κοινοτήτων της βόρειας Γερμανίας χάθηκε μαζί με τον πρωσικό μιλιταρισμό κάπου στα ερείπια του Βερολίνου το 1945 (1)…

Αλλά ας έρθουμε στα καθ’ ημάς. Σε λίγο τα φώτα της σκηνής της «Πολιτιστικής» θα σβήσουν… Τι μένει λοιπόν από αυτό το ταξίδι; Οι γκρίνιες; Η κακομοιριά μας; Το πολιτιστικά επαρχιακό και φτωχό αποτέλεσμα; Οι ελάχιστες νέες υποδομές;… Αν είναι κάτι που θα μείνει είναι μια διαδρομή επανεύρευσης του ιδιαίτερου τρόπου της πόλης μας… Αυτή η έκρηξη εκδόσεων για την Πάτρα και την ταυτότητα της σίγουρα κάτι θα αφήσει… Ας μην το έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει, η ιστορία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της πόλης προβλήθηκαν καίρια και δυναμικά τα δυο τελευταία χρόνια. Το σωρευμένο υλικό συνιστά συμπαγή βάση για την επανεύρεση της κοινής ταυτότητας και της συνείδησης του παρελθόντος, του παρόντος και τους μέλλοντος της πόλης του Πατρέα, του Άρατου, του Φιλοποίμενος, του Πρωτοκλήτου, του Αρέθα, του Καρατζά, του Claus, του Γούναρη, του Μιχαλακόπουλου, του Κανελόπουλου… Μιας κοινής συνείδησης ικανής να γεννήσει νέες δυνάμεις πρωτοπορίας στο χώρο του εμπορίου, της εργασίας, της επιστήμης, της τέχνης και του τρόπου της καθημερινής ζωής. Δυνάμεις με την αναγκαία τεχνογνωσία που δεν αλληθωρίζουν προς την Αθήνα, αλλά εργάζονται και δημιουργούν εδώ, γιατί εδώ, σε αυτή τη γωνιά του χώρου και του χρόνου νιώθουν οικεία και άνετα, γιατί εδώ νιώθουν στο σπίτι τους. Δυνάμεις πρωτοπορίας με αίσθηση αποστολής που αγωνίζονται στο δικό τους μετερίζι πάνω στα στέρεα θεμέλια της κοινής μας πολιτιστικής και αισθητικής ιδιοπροσωπίας να δημιουργήσουν την Πάτρα του μέλλοντος μας, την Πάτρα των νέων πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.

«Δεν αρκεί να ονειροπολούμε…είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς της ανεπάρκειας είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’όλα αυτά βρίσκεται στα χέρια μας» (2)…


Dr
. med. Π. Αλεξόπουλος

Νυρεμβέργη, Νοέμβρης 2006

(1) Wolfran Weimer. Was hat der Sueden? Cicero. November 2006

(2) Οδυσσέας Ελύτης. Λόγος κατά την τελετή απονομής του Νόμπελ λογοτεχνίας

¨Πελοπόννησος¨, 27 Νοεμβρίου 2006

Ψηλάφηση Απουσιών και Ιχνηλασία μιας Επιστροφής

Σχόλιο στο βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα «Going back to ConstantinopleIstanbul a city
of absences
» (Εκδόσεις «Athens News»)

Άφησε πίσω του μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στα νομικά για το άγνωστο μιας νέας ζωής. «Ήρθα για να μείνω, ότι και αν μου κοστίσει αυτό», έγραφε σε ένα φίλο. Κάπως έτσι ξεκινά μια πρώτη –όπως ο ίδιος σημειώνει στην εισαγωγή- καταγραφή των εμπειριών, των συναισθημάτων, των συναντήσεων, των χρωμάτων και των ήχων που σημάδεψαν τα τρία πρώτα χρόνια του στην Κωνσταντινούπολη ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Athens News» στο γραμμένο στην αγγλική γλώσσα βιβλίο του. Το οδοιπορικό στις γειτονιές της Πόλης χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο φωτίζει τις διαδρομές του συγγραφέα σε ιστορικά (ιππόδρομος, ακτή Μαρμαρά, Sirkeci, Eminonu, Φανάρι, τείχη της πόλης, Ayavansaray, περιοχή Βλαχερνών), αλλά και σε νεώτερα τμήματα της ευρωπαϊκής πλευράς της Πόλης (Γαλατά, Πέρα, Tarlabasi, Tatavla, περιοχές της σεφαραδιτικής και ρωσικής κοινότητας). Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην ασιατική ακτή, στο Βόσπορο και στα Πριγκιπόνησα.

Ένα ακόμα βιβλίο για την Πόλη; Ακόμα ένα πόνημα retro περιγραφών του ένδοξου παρελθόντος του Ρωμαίϊκου της Πόλης; Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας πετυχαίνει να σπάσει το ανωτέρω ασφυκτικό πλαίσιο. Δεν κάνει μνημόσυνα, δεν έχει εμμονές, ούτε αγκυλώσεις. Δεν αναλώνεται σε τουριστικές περιγραφές. Το βιβλίο στιγματίζεται από το βιωματικό λόγο του συγγραφέα. Ο Μασσαβέτας βρίσκεται μόνος χωρίς αναφορές σε μια πόλη μεγαθήριο. Στην προσπάθεια του να εντοπίσει σημεία αναφοράς και ψήγματα οικειότητας μέσα στη θάλασσα των 15 εκατομμυρίων ψυχών αλληλεπιδρά με τους απλούς Τούρκους πολίτες των φτωχικών γειτονιών της πόλης, τρυπώνει μέσα σε χαλάσματα, προσποιείται τον Αμερικανό φοιτητή των τουρκικών σπουδών για να μπει στο «πατριαρχείο» του Papaeftim, ή ξεφεύγει με ευελιξία ακροβάτη από μανιχαιστικής φύσεως ερωτήματα σχετικά με το εάν είναι πιστός η γκιαούρης… Οι γραμμές του βιβλίου μεταφέρουν την πορεία αναζήτησης και εντοπισμού των ανθρωπίνων καταλοίπων πολύγλωσσων κοινοτήτων (διάβαζε ρωμαίικων, αρμενικών, σεφαραδιτικών, ρωσικών και φραγκολεβαντίνικων) του παρελθόντος μιας πόλης που έχει ήδη απολέσει τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα μετά τη συστηματική και αριστοτεχνικά οργανωμένη από το κεμαλικό καθεστώς λεηλασία –ηθική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική- της πολυπολιτισμικής προσωπικότητας της. Τα αρχιτεκτονήματα και οι σκιές τους κάνουν όμως τις απουσίες να σιωπούν εύγλωττα και καίρια, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας.

Μέσα από τις εικόνες του παρόντος και τις μαρτυρίες του παρελθόντος δίνονται ερμηνείες για συμπεριφορές, γεγονότα και φαινόμενα της σύγχρονης ζωής. Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας αποπειράται για παράδειγμα να λύσει το γρίφο της διαρκούς και συνεπούς υποστήριξης του εβραϊκού lobby των ΗΠΑ στη σύγχρονη Τουρκία…όχι με όρους γεωπολιτικών ισορροπιών που υπάγονται στο Ηρακλείτειο «τα πάντα ρει», αλλά με τη συναισθηματική φόρτιση μιας ανηκέστου οφειλής… Παράλληλα τονίζονται η καίρια σημασία της Άλωσης του 1204 για την πορεία της Ανατολικής αυτοκρατορίας, ο πολυεθνοτικός χαρακτήρας της Ρωμανίας και η κοινωνική κινητικότητα στα πλαίσια της, που βεβαιώνεται από την άνοδο στις κορυφές της διοικητικής πυραμίδας της Γεωργιανών, Αρμενίων και Αράβων. Επιπλέον ο συγγραφέας φωτίζει τη με υπερεθνικές λογικές λειτουργία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που καλεί τη χρονιά της Άλωσης τους Ρωμιούς να γυρίσουν στη πόλη τους, και 5000 από αυτούς επιστρέφουν έως το Σεπτέμβρη του 1453 (!!!) ή που επιτρέπει στους πολίτες της να αγνοούν τη τουρκική γλώσσα και ας είναι πολύγλωσσοι!!! Επισημαίνει ακόμα πως η Πόλη ονομάζεται ακόμα και στα επίσημα κρατικά έγγραφα έως της ανακήρυξη της τουρκικής «δημοκρατίας» Konstandiniyye ή απλά Πόλις. Το κεμαλικό καθεστώς είναι αυτό που αλλάζει το όνομα σε Istanbul σηματοδοτώντας την αρχή της ρήξης της Πόλης με την ιστορία και τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, και όχι οι Οθωμανοί που θεωρούσαν εαυτούς διαδόχους της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ξαφνιάζουν στο βιβλίο του Μασσαβέτα οι συνεχείς αναφορές στο αστικό κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του Πέρα και του Φαναρίου. Οι μαρτυρίες των ανθρώπων και η αισθητική των κτιρίων φαίνεται να εντυπωσιάζουν το συγγραφέα και να στιγματίζουν καίρια την αντίληψη του για το τι σημαίνει, τι εκπροσωπεί μια αληθινή αστική τάξη. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς πως ο συγγραφέας γεννήθηκε και ανδρώθηκε στη «μητρόπολη» του ελλαδικού κράτους, τότε μάλλον δικαιώνεται στη πράξη η άποψη περί απουσίας δυναμικής, πρωτοπόρας και δημιουργικής αστικής τάξης στο ελλαδικό εθνικό κέντρο και επιβεβαιώνεται η προσέγγιση του Μάνου Χατζιδάκι περί ευτέλειας και εσωτερικών μεταναστών-τυχοδιωκτών της επαρχιακής Ελλάδας που προσφέρουν στη πρωτεύουσα βία, αθλιότητα, ανασφάλεια και θλιβερό γούστο (1)…

Μέσα στον καταιγισμό των εκδόσεων με αναφορές στην Κωνσταντινούπολη το βιβλίο για την Πόλη των απουσιών κομίζει κάτι νέο, διαφορετικό και γνήσιο. Δεν είναι μυθιστορία, τουριστικός οδηγός ή συλλογή αναμνήσεων. Είναι το οδοιπορικό ενός σύγχρονου Έλληνα που φαίνεται να ψηλαφά την έννοια της πατρίδας με την ανακούφιση που προσφέρει ο τόπος και η γη (2). Δεν επιστρέφει στην Πόλη ως νοσταλγός του βυζαντινού παρελθόντος. Δεν έχει ετοιμοπαράδοτες βεβαιότητες. Συνομιλεί ανοιχτά, δίχως παρωπίδες εθνικών ταυτοτήτων με τον τόπο, τις μνήμες, τους ήχους, τις οσμές, τις εικόνες, τους ανθρώπους, τις σιωπές… Ως κάτοικος της Istanbul αναζητά την ενότητα με το χρόνο, τη γη και τους νεκρούς της, η οποία εμπεριέχεται στην έννοια Κωνσταντινούπολη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διεκδικεί τη επιστροφή του στη Πόλη. Αυτή η πάλη για την επιστροφή στην ενότητα σε μια εποχή διάσπασης και διχασμού του ανθρώπου και της ζωής (3) κάνει το βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα συναρπαστικό και συγκλονιστικά επίκαιρο.

(1) Μ. Χατζιδάκις. Τα σχόλια του Τρίτου. Εξάντας 1980

(2) Β. Χριστόπουλος. Κι εσύ Έλληνας ρε; Εκδόσεις Κέδρος 2005

(3) Το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας. Ιερά Μονή Ιβήρων 2003

 

“Γνώμη Πατρών¨, 11 Nοεμβρίου 2007