Ο Μεχμέτ και η Ελλάδα του Σεφέρη που πληγώνει


Του
Dr. med Π. K. Αλεξόπουλου,


Το οχτάωρο μιας εξαντλητικής και έντονης μέρας πλησίαζε επιτέλους στο τέλος του. Όι ρυθμοί και η αδρεναλίνη βαθμιαία έπεφταν. Η σκέψη ήταν ήδη μακρυά από τη δουλειά. Ξαφνικά το τηλέφωνο άρχισε να «χτυπάει» επίμονα. Ποιος να είναι τέτοια ώρα, αναρωτήθηκα. Στην άλλη άκρη της γραμμής κάποιος μιλούσε ελληνικά… Η εισαγωγή απλή και άμεση. «Μεχμέτ Μπ. λέγομαι. Σας παίρνω τηλέφωνο από το Lichtenfels της βόρειας Βαυαρίας γιατί θέλω να μιλήσω με Έλληνα γιατρό. Κάποιος που μιλά ελληνικά μπορεί να με καταλάβει καλύτερα». Η συζήτηση επικεντρώθηκε σε συμπτώματα, θεραπείες, γιατρούς- θεραπευτές. Εκεί λίγο πριν το κλείσιμο της κουβέντας, το κατέβασμα του ακουστικού και την ελευθερία της σχόλης που με περίμενε ανυπόμονα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην περιέργεια μου και έθεσα όσο πιο διακριτικά μπορούσα το ερώτημα εάν γεννήθηκε στην Ελλάδα. «Πονεμένη ιστορία» αποκρίθηκε. «Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, είμαι μουσουλμάνος». «Α τώρα καταλαβαίνω. Ανήκετε στη μειονότητα» τον διέκοψα. «Με μειονοτικούς δεν είχα πολλά πάρε δώσε. Έκανα παρέα κυρίως με χριστιανούς. Μανώλη με φώναζαν. Στα δεκαοχτώ μου μπήκα στο αντίστοιχο σήμερα παιδαγωγικό τμήμα του Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως με προσέγγισαν μειονοτικοί φοιτητές. Σύντομα κατάλαβα πως δεν έβλεπαν με καλό μάτι την αντίληψη μου να νιώθω και να δηλώνω Έλληνας μουσουλμάνος. Έγιναν φορτικοί. Ξεκίνησαν ψυχολογικό πόλεμο… Γι’ αυτούς ήταν σκάνδαλο ένας μελλοντικός δάσκαλος της μειονότητας να δηλώνει Έλληνας. Δεν άντεξα. Τα παράτησα. Ήρθα Γερμανία, μακριά από τις εντάσεις. Είμαι αυτοκινητιστής. Έκανα οικογένεια. Οι κόρες μου αγαπούν την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα μας». Κάπου εκεί έφτασε στο τέλος της η πρώτη τηλεφωνική μας επικοινωνία, αφήνοντας μου ένα αίσθημα πικρίας…


Ο Μεχμέτ λοιπόν εγκατέλειψε την Ελλάδα γιατί η Ελλάδα δεν του επέτρεπε να δηλώνει Έλληνας ή μάλλον διότι δεν μπορούσε να τον στηρίξει και να τον προστατεύσει ως Έλληνα μουσουλμάνο. Η οργή απέναντι στο αρτηριοσκληρυντικό και αναποτελεσματικό ελλαδικό κρατίδιο ίσως είναι η πρώτη ακατέργαστη αντίδραση στη συγκλονιστική ιστορία ενός ανθρώπου που εκδιώχθηκε από τη χώρα μας πριν από 25 περίπου χρόνια. Η οργή γίνεται ακόμα πιο έντονη εάν αναλογιστεί κανείς τη δήλωση του πρωθυπουργού στη συνέντεύξη τύπου στη διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης φέτος τον Σεπτέμβρη σχετικά με το αυτονόητο δικαίωμα μουσουλμάνου υποψήφιου βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας να αυτό-προσδιορίζεται ατομικά ως Τούρκος. Ένα κόμμα στυλοβάτης του πολιτικού μας συστήματος επιβραβεύει έναν Έλληνα πολίτη που δηλώνει Τούρκος, εντάσσοντας τον στο ψηφοδέλτιο του! Τρελλαθήκαμε εντελώς; Όχι βέβαια! Είμαστε απλώς συνεπείς… αφού το αδιαλείπτως μεταρρυθμιζόμενο και διαρκώς απορυθμισμένο κράτος των Αθηνών προωθεί εδώ και δεκαετίες την τουρκοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας, μεταξύ άλλων και μέσω της διδασκαλίας βιβλίων που φτάνουν κατευθείαν από τη Τουρκία…


Πέρα όμως από την οργή, η ιστορία του Μεχμέτ έχει κάτι τραγικό στον πυρήνα της. Ο Μεχμέτ αγάπησε την Ελλάδα και αυτή αποδείχθηκε ανάξια των αισθημάτων του. Έζησε στο πετσί του την Ελλάδα του Σεφέρη που πληγώνει. Ο ποιητής δεν αναφερόταν στα κακώς εν Ελλάδι κείμενα. Ο Σεφέρης αναφερόταν στην αληθινή-γνήσια Ελλάδα που πληγώνει με την απουσία της. Ο Μεχμέτ μάτωσε τόσο εντός των ορίων του ελλαδικού κρατιδίου, όσο και εκτός αυτού από την απουσία της Ελλάδας της αλληλοπεριχώρησης, της Ελλάδας της Φιλοκαλικής αναγέννησης, της Ελλάδας του βίου πέρα από τις βιολογικές αναγκαιότητες, της Ελλάδας της ανθρωπιάς που σε σφάζει… Από το κράτος των Αθηνών των 20-30 οικογενειών που ηγούνται της χώρας από συνήθεια, βυθισμένες στο τέλμα και στη βαλτώδη ανία τους δεν προσμένουμε τίποτα. Βαθμιαία κατανοούμε ότι η γνήσια Ελλάδα έχει ήδη αφήσει τούτο το λιμάνι της ελαφρότητας και της ανεπάρκειας. Βαθμιαία συναισθανόμαστε ότι η ζωή της υπομονής και της καρτερικότητας, αλλά και της επιμονής στα γνήσια, καίρια και ουσιαστικά γίνεται αφορμή και πορεία πνευματικής ωριμότητας. Τα υπόλοιπα θα έλθουν από μόνα τους…

«…Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι
όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα
τα καράβια…» (Γ. Σεφέρης)

Erlangen, Νυρεμβέργη, Δεκέμβρης 2007

¨Πελοπόννησος¨, 9 Δεκεμβρίου 2007

Comments are closed.