Σχόλιο στο βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα «Going back to Constantinople– Istanbul a city
of absences» (Εκδόσεις «Athens News»)
Άφησε πίσω του μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στα νομικά για το άγνωστο μιας νέας ζωής. «Ήρθα για να μείνω, ότι και αν μου κοστίσει αυτό», έγραφε σε ένα φίλο. Κάπως έτσι ξεκινά μια πρώτη –όπως ο ίδιος σημειώνει στην εισαγωγή- καταγραφή των εμπειριών, των συναισθημάτων, των συναντήσεων, των χρωμάτων και των ήχων που σημάδεψαν τα τρία πρώτα χρόνια του στην Κωνσταντινούπολη ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Athens News» στο γραμμένο στην αγγλική γλώσσα βιβλίο του. Το οδοιπορικό στις γειτονιές της Πόλης χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο φωτίζει τις διαδρομές του συγγραφέα σε ιστορικά (ιππόδρομος, ακτή Μαρμαρά, Sirkeci, Eminonu, Φανάρι, τείχη της πόλης, Ayavansaray, περιοχή Βλαχερνών), αλλά και σε νεώτερα τμήματα της ευρωπαϊκής πλευράς της Πόλης (Γαλατά, Πέρα, Tarlabasi, Tatavla, περιοχές της σεφαραδιτικής και ρωσικής κοινότητας). Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην ασιατική ακτή, στο Βόσπορο και στα Πριγκιπόνησα.
Ένα ακόμα βιβλίο για την Πόλη; Ακόμα ένα πόνημα retro περιγραφών του ένδοξου παρελθόντος του Ρωμαίϊκου της Πόλης; Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας πετυχαίνει να σπάσει το ανωτέρω ασφυκτικό πλαίσιο. Δεν κάνει μνημόσυνα, δεν έχει εμμονές, ούτε αγκυλώσεις. Δεν αναλώνεται σε τουριστικές περιγραφές. Το βιβλίο στιγματίζεται από το βιωματικό λόγο του συγγραφέα. Ο Μασσαβέτας βρίσκεται μόνος χωρίς αναφορές σε μια πόλη μεγαθήριο. Στην προσπάθεια του να εντοπίσει σημεία αναφοράς και ψήγματα οικειότητας μέσα στη θάλασσα των 15 εκατομμυρίων ψυχών αλληλεπιδρά με τους απλούς Τούρκους πολίτες των φτωχικών γειτονιών της πόλης, τρυπώνει μέσα σε χαλάσματα, προσποιείται τον Αμερικανό φοιτητή των τουρκικών σπουδών για να μπει στο «πατριαρχείο» του Papaeftim, ή ξεφεύγει με ευελιξία ακροβάτη από μανιχαιστικής φύσεως ερωτήματα σχετικά με το εάν είναι πιστός η γκιαούρης… Οι γραμμές του βιβλίου μεταφέρουν την πορεία αναζήτησης και εντοπισμού των ανθρωπίνων καταλοίπων πολύγλωσσων κοινοτήτων (διάβαζε ρωμαίικων, αρμενικών, σεφαραδιτικών, ρωσικών και φραγκολεβαντίνικων) του παρελθόντος μιας πόλης που έχει ήδη απολέσει τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα μετά τη συστηματική και αριστοτεχνικά οργανωμένη από το κεμαλικό καθεστώς λεηλασία –ηθική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική- της πολυπολιτισμικής προσωπικότητας της. Τα αρχιτεκτονήματα και οι σκιές τους κάνουν όμως τις απουσίες να σιωπούν εύγλωττα και καίρια, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας.
Μέσα από τις εικόνες του παρόντος και τις μαρτυρίες του παρελθόντος δίνονται ερμηνείες για συμπεριφορές, γεγονότα και φαινόμενα της σύγχρονης ζωής. Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας αποπειράται για παράδειγμα να λύσει το γρίφο της διαρκούς και συνεπούς υποστήριξης του εβραϊκού lobby των ΗΠΑ στη σύγχρονη Τουρκία…όχι με όρους γεωπολιτικών ισορροπιών που υπάγονται στο Ηρακλείτειο «τα πάντα ρει», αλλά με τη συναισθηματική φόρτιση μιας ανηκέστου οφειλής… Παράλληλα τονίζονται η καίρια σημασία της Άλωσης του 1204 για την πορεία της Ανατολικής αυτοκρατορίας, ο πολυεθνοτικός χαρακτήρας της Ρωμανίας και η κοινωνική κινητικότητα στα πλαίσια της, που βεβαιώνεται από την άνοδο στις κορυφές της διοικητικής πυραμίδας της Γεωργιανών, Αρμενίων και Αράβων. Επιπλέον ο συγγραφέας φωτίζει τη με υπερεθνικές λογικές λειτουργία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που καλεί τη χρονιά της Άλωσης τους Ρωμιούς να γυρίσουν στη πόλη τους, και 5000 από αυτούς επιστρέφουν έως το Σεπτέμβρη του 1453 (!!!) ή που επιτρέπει στους πολίτες της να αγνοούν τη τουρκική γλώσσα και ας είναι πολύγλωσσοι!!! Επισημαίνει ακόμα πως η Πόλη ονομάζεται ακόμα και στα επίσημα κρατικά έγγραφα έως της ανακήρυξη της τουρκικής «δημοκρατίας» Konstandiniyye ή απλά Πόλις. Το κεμαλικό καθεστώς είναι αυτό που αλλάζει το όνομα σε Istanbul σηματοδοτώντας την αρχή της ρήξης της Πόλης με την ιστορία και τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, και όχι οι Οθωμανοί που θεωρούσαν εαυτούς διαδόχους της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ξαφνιάζουν στο βιβλίο του Μασσαβέτα οι συνεχείς αναφορές στο αστικό κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του Πέρα και του Φαναρίου. Οι μαρτυρίες των ανθρώπων και η αισθητική των κτιρίων φαίνεται να εντυπωσιάζουν το συγγραφέα και να στιγματίζουν καίρια την αντίληψη του για το τι σημαίνει, τι εκπροσωπεί μια αληθινή αστική τάξη. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς πως ο συγγραφέας γεννήθηκε και ανδρώθηκε στη «μητρόπολη» του ελλαδικού κράτους, τότε μάλλον δικαιώνεται στη πράξη η άποψη περί απουσίας δυναμικής, πρωτοπόρας και δημιουργικής αστικής τάξης στο ελλαδικό εθνικό κέντρο και επιβεβαιώνεται η προσέγγιση του Μάνου Χατζιδάκι περί ευτέλειας και εσωτερικών μεταναστών-τυχοδιωκτών της επαρχιακής Ελλάδας που προσφέρουν στη πρωτεύουσα βία, αθλιότητα, ανασφάλεια και θλιβερό γούστο (1)…
Μέσα στον καταιγισμό των εκδόσεων με αναφορές στην Κωνσταντινούπολη το βιβλίο για την Πόλη των απουσιών κομίζει κάτι νέο, διαφορετικό και γνήσιο. Δεν είναι μυθιστορία, τουριστικός οδηγός ή συλλογή αναμνήσεων. Είναι το οδοιπορικό ενός σύγχρονου Έλληνα που φαίνεται να ψηλαφά την έννοια της πατρίδας με την ανακούφιση που προσφέρει ο τόπος και η γη (2). Δεν επιστρέφει στην Πόλη ως νοσταλγός του βυζαντινού παρελθόντος. Δεν έχει ετοιμοπαράδοτες βεβαιότητες. Συνομιλεί ανοιχτά, δίχως παρωπίδες εθνικών ταυτοτήτων με τον τόπο, τις μνήμες, τους ήχους, τις οσμές, τις εικόνες, τους ανθρώπους, τις σιωπές… Ως κάτοικος της Istanbul αναζητά την ενότητα με το χρόνο, τη γη και τους νεκρούς της, η οποία εμπεριέχεται στην έννοια Κωνσταντινούπολη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διεκδικεί τη επιστροφή του στη Πόλη. Αυτή η πάλη για την επιστροφή στην ενότητα σε μια εποχή διάσπασης και διχασμού του ανθρώπου και της ζωής (3) κάνει το βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα συναρπαστικό και συγκλονιστικά επίκαιρο.
(1) Μ. Χατζιδάκις. Τα σχόλια του Τρίτου. Εξάντας 1980
(2) Β. Χριστόπουλος. Κι εσύ Έλληνας ρε; Εκδόσεις Κέδρος 2005
(3) Το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας. Ιερά Μονή Ιβήρων 2003
“Γνώμη Πατρών¨, 11 Nοεμβρίου 2007