Σχόλιο στο «Άνθρωπος στη θάλασσα» της Ερσης Σωτηροπούλου
Του Δρ. Π. Κ. Αλεξόπουλου, Ψυχιάτρου
Λόγω της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης και της γήρανσης του πληθυσμού στις δυτικές κοινωνίες, χρόνιες παθήσεις όπως η άνοια αγγίζουν πλέον την καθημερινότητα μας ολοένα και συχνότερα. Παρόλα αυτά, σπάνια μιλάμε και ακόμα σπανιότερα γράφεται κάτι προσωπικό και μύχιο για τέτοιες νόσους, μιας και οι δραματικές επιπτώσεις τους στη ζωή και στην ύπαρξη μας προκαλούν αμηχανία και φόβο.
Η Έρση Σωτηροπούλου στο νέο βιβλίο της “‘ανθρωπος στη θάλασσα” σπάει αυτό το πλαίσιο. Επιλέγει να γράψει εξομολογητικά και συγκεκριμένα τόσο για τη μητέρα που χάνεται, όσο και για τη φθορά και την αγωνία που προκαλούν στην κόρη αυτές οι αλλαγές. Xωρίς να διολισθαίνει σε μελοδραματικές ευκολίες, μιλάει αιχμηρά, κοφτά, στακάτα, με φαρμακερό και σαρκαστικό χιούμορ για τις αλλαγές στην προσωπικότητα, στη γλώσσα και στη μνήμη της μητέρας, για τη φοβισμένη μαμά. Η συγγραφέας εξομολογείται όμως και τις πληγές που ανοίγονται και στη ζωή της κόρης («Μαμά έχω ήδη γεράσει. Έχω κουραστεί και εγώ. Στόμα με στόμα Μου πίνεις τη ζωή»). Περιγράφει την απόγνωση και την ασφυξία που προκαλεί ο εγκλωβισμός στη φροντίδα και τη συνοδεία της μητέρας σ’αυτό το μονοπάτι της φθοράς. Η ψυχή στεγνώνει. Ο ερωτισμός ξεθυμαίνει. Θραύσματα αναμνήσεων αναζωπυρώνονται. Απόκρυφες στιγμές του παρελθόντος, αντιθέσεις, μετέωρες επιθυμίες, τραυματισμένες εικόνες κοινών βιωμάτων που αγρυπνούσαν χρόνια στο ημίφως, ζητούν επιτακτικά λογαριασμό, επαναδιατύπωση στο σύνολο των συναφειών μιας σχέσης που σε λίγο δε θα είναι πια εξελίξιμη,αφού ο θάνατος θα βυθίσει το πλοίο («Σε συγχωρώ μαμά. Ηλίθιο πλάσμα. Ποιός σου ζήτησε να με συγχωρήσεις;»). Με τον τρόπο αυτό η κόρη πελεκάει την αμφιθυμία της έναντι της μητέρας και επεξεργάζεται τον εν εξελίξει αποχωρισμό τους.
Η διεισδυτική γραφίδα της Έρσης Σωτηροπούλου ρίχνει φως και στη φαινομενική αντιστροφή στη διάταξη της σχέσης κόρης-μητέρας. Μοιάζουν οι ακραίες συνθήκες της φθοράς να κάνουν το παιδί γονιό και τη μητέρα μωρό, παιδί. Οι εσωτερικές αντιστάσεις αλλά και η δυστοκία της κόρης να δώσει κάτι περισσότερο στη άρρωστη μητέρα, παρά τις έντονες παραινέσεις, καταδεικνύουν πόσο απλουστευτικό είναι το συγκεκριμένο σχήμα («Έρση πήγαινε στη μητέρα σου κοιμήσου ένα βραδυ μαζί της. Σκεφτόμουν το βήμα. Το τρομακτικό βήμα. Δε μπορώ να κάνω το βήμα»). Ο πόλεμος με τους γονείς πηγαίνει μέχρι την αυλαία. Μπορεί σε έντονες ψυχοπιεστικές, έκτακτες συνθήκες να τηρείται βραχυχρόνια κατάπαυση πυρός, δεν πρόκειται όμως σε καμιά περίπτωση για ανακωχή ή συνθήκη ειρήνης. Η ψυχολογική διαδρομή καθενός είναι παρούσα σε κάθε έκφανση της ζωής του και οριοθετεί τις σχέσεις του. Η σχέση κόρης-μητέρας παραμένει πολεμική, εξελίσσεται, δεν αντιστρέφεται…
Σε αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα της προϊούσας φθοράς ποιό είναι το αντίδοτο; Πώς ν’ αντιμετωπίσει η κόρη το αίσθημα απειλής που νιώθει βλέποντας τη φθίνουσα πορεία της μητέρας; Το αίσθημα απειλής γεννάται από τη διαρκή ματαίωση λόγω της συνεχούς επιδείνωσης της ασθένειας αλλά και από την αναπόφευκτη προβολή της φθοράς της μητέρας στο δικό της μέλλον. Αντίδοτο στο φρικτό…υγρό [της φθοράς] που πέφτει σταγόνα σταγόνα, είναι η παράδοση στη ζωή, στην ένταση των βιωμάτων, αλλά συνάμα και η καλλιέργεια της κλίσης, η δημιουργικότητα («Ζήσε. Γράψε»). Δίπλα σ’αυτά, ρόλο καταλύτη αναλαμβάνει το αίσθημα επιτέλεσης του χρέους. Η Έρση στάθηκε στο πλευρό της πάσχουσας μητέρας αφουγκραζόμενη τις μεταβαλόμενες αλλά υπαρκτές ανάγκες της. Η ανθρωπιά αυτής της στάσης γεννά αισθήματα επιτέλεσης του χρέους, σε πείσμα των δυσχερειών. Η αγωνιώδης αντιπαράθεση της κόρης με την προδιαγεγραμμένη απώλεια, η επαναδιατύπωση παλαιών βιωμάτων, αλλά και η ένταση των έσχατων κοινών στιγμών συνιστούν ένα ιδανικό φινάλε συμφιλίωσης και αποσυμπίεσης των εντάσεων της σχέσης. Η σχέση τους είναι το πλοίο που βυθίζεται, ο ανεκτίμητος θησαυρός της Έρσης. Οι αρκτικές θερμοκρασίες και το τοπίο του Βορρά εξασφαλίζουν σιωπή και φαινομενική στασιμότητα, ακινησία. Δε κινδυνεύει πια το πλοίο, παρά μόνο από τη φοβερή σκουριά της λήθης…
“Πελοπόννησος”, 20 Mαρτίου 2ο19