Αρμύρα και πνιχτή μυρωδιά λαμαρίνας καραβιών

Tου Π. Κ. Αλεξόπουλου

Σημειώνει ο νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ πως «κάθε πόλη έχει έναν ήχο που οι κάτοικοι της γνωρίζουν καλά και μοιράζονται σαν κοινό μυστικό –το σφύριγμα των ωστικών κυμάτων στο μετρό του Παρισιού, οι ήχοι των μοτοσικλετών στη Ρώμη ή το κροτάλισμα των μηχανών στη Νέα Υόρκη». Και οι άλλες αισθήσεις λειτουργούν συχνά ως εργαλεία ψηλάφισης μιας πόλης, ως υπερηχητικό μέσο μεταφοράς της σκέψης καρφί σε αυτές: Για παράδειγμα η οσμή βραστού αυγού που πλημμυρίζει την Ταϊπέι, στο Πόρτο η αφή του νοτισμένου από την πηχτή υγρασία δέρματος, ή ακόμα το άγριο, παγωμένο άγγιγμα του ανέμου στο Ρόστοκ.

Ποιό να είναι άραγε ένα εμβληματικό χαρακτηριστικό της Πάτρας που εντοπίζεται αδιαμεσολάβητα από την όραση, την ακοή, την αφή, τη γεύση ή την οσμή; Η αναζήτηση του είναι απόπειρα ριψοκίνδυνη και πιθανόν εκ των προτέρων καταδικασμένη, αφού η πόλη επλήγη καίρια από την άναρχη μεταπολεμική αστυφιλία και από τον αισθητικό εκβαρβαρισμό που προξένησε η εμμονή στη χρησιμοθηρία. Τόσο απομεινάρια μιας άλλης εποχής όπως οι καμάρες που σκέπουν τους Πατρινούς σαν το χέρι του Θεού ή η ιδιοτυπία του σκισίματος της πόλης σε άνω και σε κάτω και το μανταρισμα της με σκάλες κοσμήματα του δημοσίου χώρου, όσο και δώρα της φύσης όπως η γεύση της Μαυροδάφνης ή τα ηλιοβασιλέματα του Πατραϊκού δεν εμπεριέχουν καθολικά τη δυναμική του βίου της σύγχρονης πόλης.

Μια καίρια απάντηση στο ερώτημα έδωσε σε χρόνο ανύποπτο ο διευθυντής συντάξεως της “Πελοποννήσου” κ. Κωνσταντίνος Μάγνης, πιστοποιώντας για μια ακόμα φορά πως η “Πελοπόννησος” είναι κομμάτι της αυτοσυνειδησίας τούτης της πόλης: «Πάτρα σημαίνει αρμύρα και πνιχτή μυρωδία λαμαρίνας καραβιών… Οποιος πλησιάζει τον Μόλο μέρες με άπνοια και ηλιαράκο, μπορεί να καταλάβει τι θα πει αυτό». Η Πάτρα λοιπόν προσεγγίζεται με τη γεύση που αφήνει η θάλασσα και ο στυφός, υγρός αέρας της στο πρόσωπο και στα χείλη, αλλά και με την βαριά μυρωδιά της επαφής της λαμαρίνας με τη θάλασσα (ένα φιλί μετά από δεκάλεπτο ψυχοθεραπευτικό ρέμβασμα στο άκρο του Μόλου με τα πόδια να αιωρούνται πάνω από το νερό πιστοποιεί διπλά του λόγου το αληθές). Σε αυτό το βίωμα εμπεριέχονται η εμπορική παράδοση της πόλης, ο Πρωτόκλητος, τα βλέμματα των Ναπολιτάνων φυγάδων αλλά και τα δάκρυα των εκδιωγμένων Πατρινοϊταλών, το χλωμό επιχειρηματικό παρόν, ο βαρύγδουπος τίτλος της πόλης πύλης προς τη Δύση, στοιβαγμένα ανθρώπινα δράματα σε αμπάρια πλοίων για την Ιταλία, η ναυμαχία του Λεπάντο, τα υπερωκεάνια για τη γη της επαγγελίας, καρναβαλικές τελετές λήξης, αποβάσεις κατακτητών και κουρσάρων, ταξίδια αστραπή για Μπάρι, Ανκόνα, Τεργέστη, Βενετία, το βιομηχανικό παρελθόν, ο βαρύς αέρας τούτης της γης και τόσα άλλα, ανομολόγητα. Πόσοι έχουν τέτοια βιώματα σε αυτή την πόλη και τα μοιράζονται σαν κοινό μυστικό; Δυστυχώς ελάχιστοι, αφού «δεν ζούμε την πόλη μας… με το νόημα της οικειότητας και της βίωσης. Ξεχνάμε ότι οι πόλεις είμαστε εμείς…» (Διονύσης Καραντζάς).

www.pelop.gr, 26 Νοεμβρίου 2012
http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=64200&srv=28
Πελοπόννησος, 28 Νοεμβρίου 2012

Comments are closed.