Γιγαντώνονται τις τελευταίες ημέρες οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρόμενων πολιτών σε κεντρικά σημεία των πόλεων, που οργανώνονται μέσω διαδικτύου και φιλοδοξούν να παραμείνουν εκτός της επιρροής των κομμάτων και να αποφύγουν τη χρήση βίας. Οι διαμαρτυρόμενοι αυτοχαρακτηρίζονται ως αγανακτισμένοι πολίτες. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης υιοθέτησαν με μάλλον ποπουλιστική και θωπευτική διάθεση απνευστί τον χαρακτηρισμό. Παρά την ευρεία χρήση του ο χαρακτηρισμός παραμένει δίχως νόημα και στόχευση, πολιτικά και κοινωνικά μετέωρος…
Αγανακτισμένοι πολίτες με ποιόν ή με τι; Αγανακτισμένοι με τους πολιτικούς; Μα οι πολίτες τους εξέλεξαν με καθολικές δημοκρατικές ψηφοφορίες που διενεργούνται τα τελευταία χρόνια μάλλον πληθωριστικά συχνά! Με την κυβέρνηση; Αυτή η κυβέρνηση δεν υπερψηφίστηκε εκ νέου στις δημοτικές εκλογές του παρελθόντος φθινοπώρου, παρά τις αλλεπάλληλες παλινωδίες της; Με την Ευρωπαϊκή Ένωση; Πώς είναι δυνατό να προσδοκάται να συνεχίσουν να στηρίζουν οικονομικά οι Κέντρο- και Βορειοευρωπαίοι εταίροι την Ελλάδα, όταν κατ’ουσία η χώρα μας διεκδικεί τη διαιώνιση ενός αχαλίνωτα σπάταλου κοινωνικού βίου που παράγει λιγότερα από όσα που καταναλώνει; Αγανακτισμένοι με τους μανδαρίνους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου; Ήρθαν με δική τους πρωτοβουλία ή εκλήθησαν από την εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση; Με το αποκαλούμενο «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας; Άραγε πώς απαξιώθηκε η δημόσια περιουσία; Η ασφυκτική πίεση και η εμμονή των πολιτών –ικανών και ανίκανων- να προσληφθούν στο δημόσιο τομέα σε συνδυασμό με τo μεταπολιτευτικό προγκρόμ λαϊκισμού δεν οδήγησαν στη δημιουργία ενός δυσκίνητου, υπερτροφικού και αντιλειτουργικού δημοσίου τομέα που συντηρείται εδώ και δεκαετίες με δάνεια; Αγανακτισμένοι με τη ραγδαία υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους; Ήταν ποτέ εφικτό να συνεχιστεί επ’ αόριστο το παραμυθένιο καταναλωτικό παραλήρημα που στηρίχθηκε στο πλαστικό χρήμα των τραπεζών; Ή μήπως αγανακτισμένοι με το θαύμα που δεν έρχεται;
Τα προσωπεία και οι παρωπίδες επιβάλλεται επιτέλους να πέσουν. Το θέατρο των παράλληλων μονολόγων να τελειώσει. Να κοιτάξουμε το πρόσωπο μας στον καθρέπτη… Η χώρα μας με τον πληθωρισμό πτυχίων, επιδομάτων, επιδοτήσεων, βεβαιοτήτων, μονιμοτήτων και προσόντων απαξίωσε τον ίδιο τον εαυτό της… Απώλεσε τη σπίθα της δημιουργικότητας που κρύβεται στο επιχειρείν, στο ερευνάν, στο αριστεύειν… Κάποτε το πνεύμα της Ρωμιοσύνης οδηγούσε τα βήματα των Ελλήνων στη δημιουργία αποικιών, πιο πρόσφατα σε εμπορικές αποστολές έως τη Μόσχα, την Οδησσό και τη Βιέννη ή τον τελευταίο αιώνα στην Αυστραλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως τις θάλασσες και τους ωκεανούς της υφηλίου… Σήμερα αντίθετα κυριαρχούν η μιζέρια, η φοβικότητα, η ένδεια ιδεών, η απουσία ονείρων, φιλοδοξιών και οραμάτων, η κακομοιριά, η ανέξοδη και αδιέξοδη επαναστατικότητα, που δεν βασίζεται σε ρεαλιστική εκτίμηση του παρόντος, αλλά σε εμμονές σε ρετάλια πάλαι ποτέ βεβαιοτήτων του υπαρκτού σοσιαλισμού…
Η κίνηση των αγανακτισμένων πολιτών δύναται υπό μία προϋπόθεση να εξελιχθεί σε καταλύτη υπέρβασης του σημερινού αδιεξόδου… Η αναγκαία προϋπόθεση είναι η παραδοχή και η συνειδητοποίηση της αλήθειας πως η ευθύνη για το κατάντημα της πατρίδα βαρύνει όλους μας… Ο κακός εαυτός μας εγκλώβισε τη χώρα σε ατραπούς παρακμής. Τότε και μόνο τότε θα γίνει επιτακτική για τον καθένα χωριστά, αλλά και για την κοινωνία ως σύνολο η ανάγκη της αλλαγής νοοτροπίας και προτεραιοτήτων. Τότε μόνο θα αναδυθεί και πάλι το ριζοσπαστικό και δημιουργικό πνεύμα του Γένους των Ελλήνων. Η αριστεία, η αναζήτηση της αλήθειας, η αλληλεγγύη, η προσφορά στο συνάνθρωπο, η εργατικότητα, η μαχητικότητα, η στρατηγική σκέψη θα επανεγκοιτωθούν στον ρου της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού, θα προκαλέσουν την αναγκαία βαθιά τομή, ανοίγοντας επιτέλους την πόρτα στο μέλλον και στη φυγή προς τα εμπρός!
“Εστία”, 28 Ιουνίου 2011
“Πελοπόννησος” της Κυριακής, 03 Ιουλίου 2011