Του Δρ. Π.Κ. Αλεξόπουλου, Ψυχιάτρου
Ο εν Ελλάδι διάλογος για την κρίση που ταλανίζει τη χώρα μοιάζει εγκλωβισμένος στη μέγκενη των έντονων αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε δύο «λογικές» μπετόν-αρμέ, οι οποίες είναι γεμάτες από ετοιμοπαράδοτες βεβαιότητες και δεν διαθέτουν ούτε καν ελάχιστες ρωγμές αμφιβολίας. Kατά συνέπεια τα σημεία επαφής ανάμεσα τους και οι κοινοί τόποι είναι πολύ περιορισμένοι. Ο δημόσιος διάλογος στερείται γονιμότητας. Η τυφλή ένταση των διαφωνιών συνεπάγεται συχνότατα την απώλεια της εποπτείας του ευρύτερου χώρου και του ευρύτερου χρόνου. Τι ακριβώς ζούμε; Τι συμβαίνει στην Ευρώπη; Γιατί άραγε;
Εδώ και πάνω από 50 χρόνια ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ευρωπαϊκών λαών πορεύεται (δεν αποφάσισε απλώς άπαξ…) προς την κατεύθυνση της υπέρβασης των εθνικών κρατών. Η πορεία αυτή διέρχεται τούτα τα χρόνια από μια αναπόφευκτη (;) στενωπό, τη στενωπό της βαθμιαίας ενοποίησης/απαρτίωσης του πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος των ευρωπαϊκών κοινοτήτων.
Υπάρχει αντίστοιχο ιστορικό προηγούμενο οικειοθελούς (δίχως βία και ετεροβάρεια) ενοποίησης πολιτειακών δομών; Πόσο επώδυνο ήταν; Ίσως κάτι ανάλογο να αποτέλεσε η ενοποίηση των αμερικανικών πολιτειών, δηλαδή των πολιτειών του πλούσιου αμερικανικού Νότου, η οικονομική δραστηριότητα των οποίων βασιζόταν στη δουλεία και στην εξαγωγή βάμβακος, και των πολιτειών του Βορρά, που, αν και οικονομικά ανίσχυρες, διέθεταν μεγαλύτερη πολιτική ισχύ λόγω πληθυσμιακής υπεροχής. Πώς επιτεύχθηκε τελικά η απαρτίωση του αμερικανικού πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος; Προφανώς μέσα από το αίμα και το πυρωμένο σίδερο του πολυετούς εμφυλίου, ο οποίος άφησε πίσω του εκατομμύρια νεκρών και ανυπολόγιστες καταστροφές.
Σήμερα η Ευρώπη δεν ταλανίζεται από συμβατικούς πολέμους. Βιώνει όμως μια οξύτατη οικονομική κρίση με οδυνηρές συνέπειες, όπως π.χ. φτώχεια, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και έκπτωση της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών. Όταν το κόστος της διαδικασίας αυτής της οικονομικοπολιτικής ενοποίησης τίθεται στη ζυγαριά μαζί με τα οφέλη τι προκύπτει; Η απάντηση είναι πολύ δύσκολη. Τοποθετούνται στη ζυγαριά μόνο τα οφέλη του παρόντος ή τοποθετούνται και τα προσδοκόμενα/μελλοντικά οφέλη; Στη δεύτερη περίπτωση ίσως η απάντηση καθίσταται ευκολότερη. Φαίνεται πως οι Έλληνες «βολεύονται» πολύ καλύτερα σε υπερεθνικά περιβάλλοντα, όπως ήταν κάποτε η Ρωμαϊκή ή η Βυζαντινή αυτοκρατορία, παρά στο «στενό» και διεφθαρμένο περιβάλλον του εθνικού κράτους τους. Οι ευρωπαϊκές κοινότητες στοχεύουν στη συγκρότηση μιας υπερεθνικής πολιτειακής δομής. Προς τα εκεί πορεύονται. Τούτη η παράμετρος, η παράμετρος του μέλλοντος, ίσως είναι κρίσιμη για να απαντήσουμε στα «κοφτερά» διλήμματα με τα οποία θα βρεθούμε αντιμέτωποι τους επόμενους μήνες. Ας μην τα προσεγγίσουμε κοντόφθαλμα. Ας μη χαθεί από το βλέμμα μας το ευρύ πεδίο της ιστορίας: Το πού θέλουμε εν τέλει να πάμε.
“Πελοπόννησος”, 30 Απριλίου 2015