Ποτέ μου δεν ανακατεύθηκα με πρόσωπα, δεν ξεχώρισα τους συνανθρώπους μου σε άσπρο και μαύρο (εγώ ανήκοντας στο άσπρο, φυσικά), μα προτίμησα να καταλάβω τα ορισμένα γενικότερα σχήματα ή τις καταστάσεις με τις οποίες ταυτίζονται οι άνθρωποι και τελικά τις υπηρετούν απρόσωπα, είτε καλές είναι είτε κακές. Τα πρόσωπα τους άλλωστε θα μπορούσαν να είναι οποιαδήποτε. Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για πρόσωπα. Μοναχά στην περίπτωση της αγάπης σταμάτησα ή ενδιαφέρθηκα για πρόσωπα, ποτέ σε άλλη περίπτωση.
Θα κάνω σήμερα […] μια εξαίρεση για δυο ανθρώπους […] που η προβολή τους τις μέρες τούτες […] φανερώνει την πνευματική κατρακύλα και το ανεύθυνο του τόπου αυτού […]. Πρέπει κανείς να θυμάται […] και να σταματάει σε ορισμένα […] τέτοια πρόσωπα. Για να μαθαίνει να είναι λιγάκι πιο ταπεινός. Και αντί [κανείς] να υπερηφανεύεται ή να αγαναχτάει λογαριάζοντας τον εαυτό του άσπρο και τους άλλους μαύρο […] προτιμότερο να καταλάβει πως δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο διαχωρισμένα απόλυτα, αλλά πως ο άνθρωπος εξευτελίζεται […] ή καλυτερεύει όλος μαζί. Το μαύρο του γείτονα σε μαυρίζει, και το δικό σου άσπρο, αν έχεις, ασπρίζει αμοιβαία το γείτονα. […] για το Χίτλερ και την ακολουθία του είναι υπεύθυνοι όλοι οι Γερμανοί και για τους Γερμανούς συνυπεύθυνοι όλοι εμείς οι άλλοι…
Προτιμότερο, λοιπόν, να λογαριάζουμε την κατάντια μας- όχι το πόσο εμείς είμαστε άσπροι. Και αντί να καυχιόμαστε για τα προτερήματα της φυλής, να λέμε καλύτερα (anticlimax): «τέτοιους βγάζει το έθνος μας» για τον Μ ή τον Τ κάθε φορά που θα αναλογιζόμαστε τα καμώματα των «παράλληλων βίων» τους. Το κέρδος θα ήταν μεγαλύτερο από τη ζημιά.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea (221)