Σε ένα πάρτι στο σπίτι μου ήρθε κάποιος να πάρει την Έλγκα την Καββαδία… Του ζητήσαμε να περιμένει – κι αυτός άλλο που δεν ήθελε. Ρώτησε τη μητέρα μου αν υπήρχε ουίσκι (εξωτικό και σπάνιο ποτό τη δεκαετία του ’50). Από τα δώρα προς τον πατέρα υπήρχαν αρκετά αραχνιασμένα μπουκάλια στο υπόγειο. Έφεραν ένα και του έβαλαν δυο δάχτυλα. Αυτός ζήτησε την μπουκάλα κι άρχισε να την κατεβάζει συστηματικά. Όταν τελικά πήρε την Έλγκα να φύγουν, είχε αδειάσει τα τρία τέταρτα. Η μητέρα είχε πάθει σοκ.
Είχα σκάσει από την περιέργεια την άλλη μέρα, μέχρι να έρθει το απόγευμα και να τηλεφωνήσω στην Έλγκα: “Ποιός ήταν αυτός ο κοντός, φαλακρός, με τα μεγάλα αυτιά, που ήπιε όλο το ουίσκι;”, ρώτησα. “Δεν τον γνώρισες;” απόρησε η Έλγκα. “Ο Μαραμπού ήταν!”
Ο Μαραμπού! Ο Νίκος Καββαδίας! Το ίνδαλμα… Το είδωλο των εφήβων, κυριευμένων από το Mal du Depart. Ο καταραμένος ποιητής, ο εξωτικός, ο ερωτικός και σαρκαστής- στο σπίτι μου!
Αλλά ίσως περίμενα, κάποιον γιγαντόσωμο ναυτικό, σαν τον Γουίλι τον θερμαστή, άντρακλα που έδερνε στα μπαρ, έσερνε τις γυναίκες και δάμαζε τις τρικυμίες.
Ενδόμυχα είχα απογοητευθεί. Το μικροσκοπικό ανθρωπάκι με το ναυτικό πουλόβερ δεν ήταν ο ήρωας που φανταζόμουν…
Μετά θυμήθηκα το ουίσκι, και πως δεν τρέκλιζε καθόλου όταν έφυγε, και κατάλαβα πού ήταν η συμπυκνωμένη του δύναμη.
Νίκος Δήμου, Οι Δρόμοι μου- Μιχαήλ Βόδα, Ρήνου, Γαλήνης, Παράσχου