Συμπληρώθηκαν τούτες τις μέρες έξι μήνες από την επιστροφή μας στα πάτρια μετά από περίπου δώδεκα έτη αποδημίας στην κεντρική Ευρώπη. Χρόνος σύντομος πολύ για να κάνει κανείς ταμείο για τα συν και τα πλην της επιλογής του. Αυτό επιτάσσει η λογική. Σε τούτο τον τόπο δεν αφήνεται όμως ο ορθολογισμός να κάνει κουμάντο. Το θυμικό είναι αχαλίνωτο. Αυτό δίνει τον τόνο. Αυτό παρέα συχνά με μια εμμονική τάση αυτοεπιβεβαίωσης δίχως έστω και ελάχιστα σπέρματα αυτοκριτικής διάθεσης ποδηγετούν και καθορίζουν τις συμπεριφορές. Μάλλον δεν κομίζω γλαύκας εις Αθήνας με τα ανωτέρω. Αλίμονο! Αυτό το κλίμα όμως είναι τοξικό. Δηλητηριάζει. Δηλητηριάζει τη σκέψη και τη ματιά. Θολώνει το πως βλέπει κανείς τα πράγματα, την καθημερινότητα του, την πραγματικότητα του. Εγκλωβίζει σε ανιαρά, ασήμαντα μικρο-θέματα που λαμβάνουν διαστάσεις υπερβολικές. Εγκλωβίζει σε μια αδιέξοδη, σχεδόν μανιχαϊστική-διπολική προσέγγιση του κόσμου (καλό-κακό, άσπρο-μαύρο…). Και έξω από αυτό το μικρόκοσμο, ένας κόσμος ανοιχτός προχωράει, προκόβει, βαδίζει στο μέλλον. Και ένας άλλος, πραγματικός και αυτός, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με την αρρώστια, το θάνατο, τον πόλεμο, τη ξενιτιά… Ενώ εμείς συνεχίζουμε αμέριμνοι το “παιχνιδάκι” μας… του παραλόγου…
“Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις
εδώ δεν έχει τόπο να σταθείς…
Τι κάθεσαι εδώ πέρα και πεθαίνεις
και ψάχνεις για καινούργιες προσευχές
το χάλασμα το βλέπεις και σωπαίνεις
φθινόπωρο κι αρχίζουν οι βροχές
Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις
εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς…” (Σταύρος Κουγιουμτζής)
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, δίνει ελπίδα και προσφέρει θαλπωρή ένα αίσθημα οικειότητας που νοτίζει τις μέρες και τις νύχτες μας, τις κακές, αλλά και τις καλές στιγμές μας . Δρόμοι, πλατείες, ήχοι, χρώματα, ρεμβασμοί, η λαλιά και ο τρόπος επικοινωνίας, η γεύση της θαλασσινής αρμύρας, ο στυφός, υγρός αέρας της πόλης στο πρόσωπο και στα χείλη και κυρίως εκείνη η “ρουφιάνα” η βαριά μυρωδιά της επαφής της λαμαρίνας των καραβιών με τη θάλασσα συνιστούν βάλσαμο (Αρμύρα και πνιχτή μυρωδιά λαμαρίνας καραβιών). Στηρίζουν την ψυχή. Χαλυβδώνουν την υπομονή. Δίνουν κουράγιο. Θυμίζουν πως εδώ, αν μη τι άλλο, δεν είσαι ξένος. Και αυτά τα δώδεκα χρόνια της αποδημίας έχουν διδάξει και από την καλή και από την ανάποδη τι πάει να πει να είσαι ξένος…
Εδώ παρά τα δύσκολα και τα παράλογα
“…υπάρχει μια γωνίτσα καμωμένη για μένα, για τη ζωή μου τη σκεφτική και παράμερη.” (Umberto Saba)*
Συνεχίζουμε με πείσμα να ισορροπούμε σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στις δυο πλαγιές που ορίζουν τη χαράδρα, ανάμεσα στον παραλογισμό και στην οικειότητα. Κάτω από τα πόδια μας χάσκει η αβεβαιότητα του μέλλοντος και τ’ αυτιά μας πλημμυρίζουν από τα γέλια και τις φωνές δυο μικρών κοριτσιών…
*Ζώη και Καρολίνα, αγαπημένοι μας κουμπάροι, σας ευχαριστούμε για την έκπληξη της υπέροχης έκδοσης του ποιήματος “Trieste” του Umberto Saba σε 19 γλώσσες της οικουμένης