Του Δρ. Π.Κ. Αλεξόπουλου, Ψυχιάτρου
O δημοσιογράφος κ. Αντώνης Καρακούσης δημοσίευσε στο «Βήμα» της 20ης Νοεμβρίου άρθρο με τίτλο «Η μεγάλη κρίση της Δεξιάς παράταξης» με το οποίο καλεί τη σημερινή Νέα Δημοκρατία να αναγεννηθεί (To άρθρο του κ. Α. Καρακούση). Το άρθρο τάραξε τα νερά και προκάλεσε εκατοντάδες σχολίων αναγνωστών του φύλλου και επισκεπτών της ιστοσελίδας του «Βήματος». Πέραν όμως των όποιων πολιτικών σκοπιμοτήτων εξυπηρετεί, η παρέμβαση αυτή αναπαράγει στερεότυπα για την ελληνική Κεντροδεξιά, τα οποία είναι καιρός επιτέλους να υποστούν τη βάσανο της κοινής λογικής και των ιστορικών δεδομένων.
Το άρθρο ξεκινά με την επισήμανση πως «στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επηρεασμένος και από την γαλλική πολιτική κουλτούρα που απορρόφησε κατά τη μακρά διαμονή του στο Παρίσι […] προσπάθησε να συγκεντρώσει γύρω του διακεκριμένα πρόσωπα, […] διανοούμενους της Δεξιάς […]. Μπορεί [η Νέα Δημοκρατία] να ενσωμάτωσε και να διέσωσε την ακροδεξιά παράταξη, αλλά τον τόνο έδιναν ο Τσάτσος, ο Ράλλης, ο Παπαληγούρας,ο Αβέρωφ, ο Κανελλόπουλος, ο Χορν, ο Λαμπρίας». Τα πέντε πρώτα πρόσωπα που αναφέρει ο κ. Καρακούσης ήταν οργανικά στελέχη της προδικτατορικής Δεξιάς, κορυφαίοι «συμπαίκτες» του Καραμανλή στην Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), όπως εύγλωττα καταδεικνύουν οι υπουργικές θέσεις που κατ’ επανάληψη ανέλαβαν προδικτατορικώς. Οι σπουδαίοι αυτοί πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί πλαισίωναν τον Καραμανλή και εμπλούτιζαν την Δεξιά ήδη από τα προδικτατορικά χρόνια. Δεν εντάχθηκαν στο χώρο μετά τη Μεταπολίτευση. Πήγαν άραγε όλοι στο Παρίσι κατα τη διάρκεια της Απριλιανής δικτατορίας για να «εμβαπτισθούν» στις γαλλικές δημοκρατικές παραδόσεις και «άλλαξαν μυαλά»; Όχι βέβαια. Τι συνέβη όμως και προχώρησαν στις βαθιές τομές κατά τις αρχές της Μεταπολίτευσης και όχι νωρίτερα; Το ερώτημα είναι κρίσιμο και έχει πολλές παραμέτρους. Η απάντηση του δύσκολη. Ακριβώς για αυτό το λόγο η απάντηση του ερωτήματος συνιστά θέμα που αφορά την ιστορική έρευνα και όχι απλοϊκές προσεγγίσεις που εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στις θετικές επιρροές που δέχθηκε ο Καραμανλής από τη γαλλική πολιτική κουλτούρα κατά την μακροχρόνια αυτοεξορία του στο Παρίσι.
Συνεχίζει ο κ. Καρακούσης τονίζοντας πως «εκείνη η «πεφωτισμένη» Δεξιά ήταν απαλλαγμένη από το ιστορικό βάρος του βασιλικού κόμματος, είχε ξεπεράσει το μαυραγοριτισμό και το δωσιλογισμό της μετεμφυλιακής περιόδου και είχε ξεφύγει από το άγος του κομμουνιστικού κινδύνου». Στο σημείο αυτό είναι και πάλι αναγκαίες κάποιες διευκρινήσεις. Κατά τα χρόνια του εθνικού διχασμού η Δεξιά, το Λαϊκό κόμμα, ταυτίζεται όντως με τα «ανάκτορα». Μετά όμως τη Μικρασιατική καταστροφή «ανάκτορα» και Δεξιά δεν είναι έννοιες ταυτόσημες. Τούτο μαρτυρούν η αντίθεση τόσο του Παναγή Τσαλδάρη, αρχηγού του Λαϊκού κόμματος, όσο και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ιδρυτή του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος, στην επαναφορά της βασιλείας, καθώς και οι τρικυμισμένες σχέσεις «παλατιού» και Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά τα χρόνια του ˙60. Η χρήση συνεπώς του όρου «βασιλικό κόμμα» είναι ατυχής, εάν όχι δόλια προκειμένου να διεγερθούν αντιδεξιά αντανακλαστικά. Επίσης, o μαυραγοριτισμός και ο δωσιλογισμός δεν σχετίζονται με τη μετεμφυλιακή περίοδο, όπως τονίζεται στο άρθρο, αλλά με την Κατοχή. Είναι αδιαμφισβήτητο πως άνθρωποι με αντεθνική και αντικοινωνική δράση κατά τα χρόνια της Κατοχής βρήκαν μέσα στη φωτιά του εμφύλιου σπαραγμού στέγη στη Δεξιά. Έμειναν όμως μάλλον στο ημίφως. Δεν αποτέλεσαν στελέχη πρώτης γραμμής ή μέλη των ηγετικών ομάδων της Δεξιάς, ενώ κάποιες φορές –όπως στην περίπτωση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη- δημιούργησαν αναταραχή και σημαντικές δυσχέρειες στα ηγετικά κλιμάκια της παράταξης (βλ. ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «ποιός κυβερνά αυτό τον τόπο;»). Την ιδεολογική και πολιτική γραμμή δεν τη χάρασσαν όμως στελέχη τρίτης ή τέταρτης διαλογής, αλλά οι εκάστοτε ηγέτες, ο Παπάγος, ο Καραμανλής, ο Κανελλόπουλος και οι λοιποί προαναφερθέντες. Το άγος του κομμουνιστικού κινδύνου στο οποίο αναφέρεται ο Αντώνης Καρακούσης δεν είναι τίποτα άλλο από την επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την κομμουνιστική ανταρσία. Είχε η επίκληση αυτή αναμφίβολα ψυχολογικές αναφορές. Το αίμα ήταν ακόμα νωπό, οι πληγές ανοικτές. Τα πάθη σοβούσαν. Το ΚΚΕ ήταν ακόμα με το «όπλο παρά πόδα» και το μετεμφυλιακό κράτος ήταν το κράτος των νικητών, κράτος ανθρώπων και όχι αγγέλων, ανθρώπων με πάθη, φόβους και απωθημένα, οι οποίοι μόλις έβγαιναν από έναν μακροχρόνιο, αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο. Συνεπώς ο χαρακτηρισμός άγος είναι μετέωρος…
Ακολούθως αναπαράγεται η θέση πως στα χρόνια του Ανδρέα Παπανδρέου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης «έστριψε [την Κεντροδεξιά] προς τον θατσερισμό και τον νεοφιλελευθερισμό». Δίχως αμφιβολία η σκληρή φιλελεύθερη προσέγγιση της οικονομίας εκείνα τα χρόνια αποτελούσε συνιστώσα της ιδεολογικής φυσιογνωμίας του πολυσυλλεκτικού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Εκείνη όμως την εποχή το κόμμα στέγαζε και προσωπικότητες όπως ο Παύλος Μπακογιάννης, ο Τζαννής Τζανετάκης, ο Θανάσης Κανελλόπουλος, ο Σταύρος Δήμας, ο Αθανάσιος Τσαλδάρης, η Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, η Βιργινία Τσουδερού, ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου ή στα καθ’ ημάς ο Παύλος Μαρινάκης και ο Γιάννης Βασιλειάδης, που μάλλον ουδεμία σχέση είχαν ή έχουν με το δογματικό θατσερισμό ή το νεοφιλελευθερισμό. Είναι επίσης αξιοσημείωτα τα ανοίγματα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Αριστερά που συνέβαλλαν στην εθνική συμφιλίωση. Η Νέα Δημοκρατία συγκυβέρνησε με την Αριστερά για μικρό χρονικό διάστημα και λίγο αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης χρημάτισε υπουργός κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη. Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η νηφάλια ψηλάφηση από τον ιστορικό του μέλλοντος των επαγγελιών και των προσπαθειών του Κ. Μητσοτάκη να εξορθολογίσει τη λειτουργία του κράτους και να απελευθερώσει την οικονομία, ειδικά υπό το πρίσμα πως τμήμα των μεταρρυθμίσεων που επεδίωξε τότε, συνιστά ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια αργότερα, ζητούμενο για μια φυγή προς τα εμπρός.
Η συλλογιστική του κ. Καρακούση συνεχίζεται με τις παρακάτω επισημάνσεις: «Με τον καιρό υιοθέτησε [η Νέα Δημοκρατία] επιχειρηματολογία και πρακτικές της παλαιάς Δεξιάς,[…] νομιμοποίησε και εξέθρεψε στους κόλπους της εκδοχές της εθνικιστικής ακροδεξιάς. Πιεζόμενη μάλιστα κάποια στιγμή πολιτικά έφτιαξε περιβάλλον για την άνθηση των πιο ακραίων σχημάτων της ακροδεξιάς, […] συνδιαμόρφωσε κλίμα ξενοφοβίας και αστυνομοκρατίας, εντός του οποίου βρήκε γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξή του το απεχθές νεοναζιστικό μόρφωμα». Μεταφράζοντας: η Χρυσή Αυγή εκτοξεύτηκε εκλογικώς λόγω του κλίματος ξενοφοβίας και αστυνομοκρατίας που συνδιαμόρφωσε η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή! Δεν παραδόθηκαν επί Κώστα Καραμανλή άραγε τα κέντρα των μεγάλων πόλεων επανειλημμένως στη φωτιά του αριστερού εξτρεμισμού; Δεν συνέχιζαν στο Αιγαίο ανενόχλητα εκείνα τα χρόνια τα δίκτυα των δουλεμπόρων το εμπόριο ελπίδας; Πως άραγε η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή ευνόησε την άνθηση στους κόλπους της της εθνικιστικής Ακροδεξιάς, αλλά και την ανάπτυξη ακραίων σχημάτων; Τα ιστορικά δεδομένα μιλούν για την επιδίωξη του Κώστα Καραμανλή να κυριαρχήσει πολιτικά στο λεγόμενο Μεσαίο χώρο. Στα πλαίσια αυτής της στόχευσης απομόνωσε, περιθωριοποίησε και τελικά έθεσε εκτός κόμματος λαϊκίστικες φωνές όπως αυτή του Γιώργου Καρατζαφέρη και απέτισε κατ˙επανάληψη φόρο τιμής στα μνημεία των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου. Πως στοιχειοθετούνται άραγε τα όσα ισχυρίζεται ο κ. Καρακούσης; Αδυναμίες της μνήμης του μαχητικού δημοσιογράφου ή λεκτικά πυροτεχνήματα με σαφή πολιτική στόχευση;
Το εντόνως «εικονογραφικό» σχόλιο περί των συγκατοικούντων σήμερα στην Κεντροδεξιά «μαχαιροβγαλτών, ροπαλοφόρων, θεομπαιχτών, μιζαδόρων» κ.λπ. δεν αντέχει στην όποια ορθολογική προσέγγιση. Στόχο έχει τον ερεθισμό του θυμικού και την ενεργοποίηση αντιδεξιών αντανακλαστικών. Ωστόσο η επισήμανση πως σήμερα η Νέα Δημοκρατία «ουδεμία σχέση έχει με εκείνη του ιδρυτή της» έχει δόσεις αλήθειας. Η βαθμιαία μετάλλαξη (διάβαζε ίσως και μετεξέλιξη ανάλογα με τη γωνία προσέγγισης) του κόμματος δεν σχετίζεται μονάχα με το στελεχιακό δυναμικό ή τις πολιτικές θέσεις του. Η Νέα Δημοκρατία είναι ένας ζωντανός οργανισμός, με αμφίδρομη σχέση με την κοινωνία, όπως όλα τα δημοκρατικά κόμματα. Η όποια αλλαγή του χαρακτήρα της είναι συνέπεια ενός πολύπλοκου συστήματος διαντιδρώντων παραγόντων που ξεπερνούν κατά πολύ τις δομικές παθογένειες της εν Ελλάδι πολιτικής ζωής ή τα πρόσωπα, και συνιστούν θέμα έρευνας των επιστημονικών πεδίων της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης, της νομικής και της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα είναι μάλλον εκ του πονηρού, εξυπηρετούν ίσως εφήμερες πολιτικές στοχεύσεις δημοσιογραφικών οργανισμών και προκαλούν τη λογική και την ιστορική μνήμη μας…Κακά τα ψέματα…
Πελοπόννησος της Κυριακής, 14 Δεκεμβρίου 2014