Το Νοέμβριο του 1922 οδηγήθηκαν ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος πέντε κορυφαίοι πολιτικοί ταγοί του Γένους και ο Αρχιστράτηγος της τελευταίας φάσης της Μικρασιατικής εκστρατείας, αφού είχαν «συντριβεί» στις στενωπούς των γεωστρατηγικών αδιεξόδων μιας τυχοδιωκτικής πολιτικής που οι προκάτοχοι τους έθεσαν σε εφαρμογή, δυστυχώς δίχως οδό διαφυγής ή επιστροφής… Τραγικές φιγούρες κλειστών στροφών της ιστορίας δίχως εξόδους κινδύνου. Αναστήματα ήθους και ευσυνειδησίας πρωτόγνωρης. Μάρτυρες, θύματα μίας επαίσχυντης δίκης πολιτικής σκοπιμότητας, η ετυμηγορία της οποίας (ευτυχώς για τον νομικό μας πολιτισμό) ανατράπηκε έστω και με καθυστέρηση εννιά δεκαετιών από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1922 εκτελέστηκαν στο Γουδή οι παρακάτω πολιτικοί άνδρες:
- Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921 – 1922
- Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922
- Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922 (για μερικές ημέρες μόνον) και υπουργός Εσωτερικών το 1922
- Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
- Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
- Και ο διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης Γεώργιος Χατζανέστης.
Το έκτακτο στρατοδικείο επιδίκασε επίσης χρηματική αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου κατά του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων.
Οδούς αποφυγής της σύλληψης τους είχαν οι εκτελεσθέντες πολλαπλές… Επέλεξαν να μείνουν στον τόπο που υπηρέτησαν με αυταπάρνηση, δίχως να επιλέξουν να καταστούν φοβικοί φυγάδες και δραπέτες… Κοίταξαν το θάνατο στα μάτια, όπως αντίκρυσαν στα ίσια και τα τραγικά αδιέξοδα που κλήθηκαν να διαχειριστούν…
“Οι πολιτικοί ηγέται δεν φυγομαχούν, αλλά λογοδοτούν προ της αδεκάστου ιστορίας της Πατρίδος”.
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης
“Οι πρωθυπουργοί και υπουργοί δεν φεύγουν. Μένουν και λογοδοτούν. Δεν πρόκειται εγώ να λιποτακτήσω… Έχω ήσυχον την συνείδησίν μου. Έκαμα παν ότι ήτο δυνατό, δια να εξαγάγω τον τόπον από την περιπλοκήν, εις την οποία ευρέθη, μετά την ανάμειξιν μας εις τον οικουμενικόν πόλεμον. Η προσπάθεια μου προσέκρουσε κυρίως εις την αντίδρασιν των αντιπάλων που εθεώρουν την καταστροφή μέσον εισόδου εις την εξουσίαν. Αλλ’ οι πιστεύοντες ότι θα δραπετεύσω δια να αποφύγω την ευθυνοδοσίαν, είναι τουλάχιστον ανόητοι. Δεν πρόκειται να μιμηθώ κανένα. Γνωρίζω τι με αναμένει εν τη πραγματοποιήσει τοιαύτης αποφάσεως. Ίσως είναι και αυτός ο θάνατος επί της πυράς. Δεν πρόκειται να φύγω! Ας ησυχάσουν!”
Δημήτριος Γούναρης («Δημήτριος Γούναρης», Δημήτρης Χρονόπουλος, Ελληνική Ευρωεκδοτική)
Τιμώντας τους αθώους τελέσαμε σήμερα στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μονάχου (Salvatorkirche) σεμνό μνημόσυνο στην ιερή και αγέραστη μνήμη τους…
Όποιος επιθυμεί να ψηλαφίσει την αλήθεια και να στριμώξει στη γωνία τις ετοιμοπαράδοτες βεβαιότητες του…ας τολμήσει να αντιπαρατεθεί με το κείμενο της απόφασης 1675/2010 του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και του σκεπτικού της που ακυρώνει την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής…2010
Ο Γεώργιος Α. Βλάχος για την εκτέλεση των έξι
“Θέλομεν να κτισθή μία μικρά, πολύ μικρά Βυζαντινή εκκλησία εκεί, εις την έρημον χαράδραν όπου έπεσαν οι πέντε πολιτευταί μας και ο αρχιστράτηγος. Θέλομεν γύρω από την εκκλησίαν αυτήν να σχηματισθή, σιγά-σιγά, άλσος και να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερος ο χώρος του άλσους αυτού και να υψωθή γύρω του άλσους ένα ωραίον κιγκλίδωμα και να φέρη προς αυτό μία στενή οδός, εις την οποίαν από τώρα να φυτευθούν, δεξιά και αριστερά, κυπαρίσσια. Ούτως ώστε μεθαύριον, όταν περάση καιρός, να έλθη η ψυχρά Ιστορία με τα κείμενα της και την Αλήθειαν να υψώση την μνήμην των εις μνήμην Μαρτύρων, όχι μιας παρατάξεως, αλλά μιας πατρίδος κοινής, να έχουν υψωθή και αυτά και να σχηματίζουν μίαν λεωφόρον πένθους και μετανοίας.
Θέλομεν να υπάρξη τρόπος, ούτως ώστε εις την μετόπην της εκκλησίας αυτής, εκεί υπό τον Σταυρόν, να γραφή εις ολίγας λέξεις η ιστορία των: Πώς προσεπάθησαν, εντολή του Λαού, να φέρουν εις πέρας μίαν τραγικήν εκστρατείαν, πώς η εκστρατεία αυτή, εν τη συλλήψει της ατυχής, κατέστη – έργω των συλλαβόντων αυτήν – δυσχερεστέρα και πώς, όταν η εκστρατεία απέτυχεν, αυτοί οι οποίοι ήσαν οι αίτιοι της αποτυχίας, ράδιουργούντες εις τα μετόπισθεν και εις το μέτωπον φεύγοντες, συνηλθον εις Επαναστατικόν Δικαστήριον – σύλλογον υποκριτών αιμοβόρων – το οποίον είχε λάβει την απόφασιν του θανάτου των πριν δικάση.
Θέλομεν εκεί, όπου έπεσε διάτρητος από σφαίρας Ελληνικάς ο Δημήτριος Γούναρης, ο χρηστότερος, αγαθώτερος, ο περισσότερον πατριώτης και σοφώτερος Έλλην πολιτικός, εκεί όπου εσκορπίσθη γηράσας εν τη υπηρεσία του Έθνους ο νους του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, εκεί όπου εσωριάσθη νέος, πλήρης νου, ευφυίας και σφρίγους ο Νικόλαος Στράτος, εκεί όπου έπεσαν ο ευγενέστατος των Ελλήνων Γεώργιος Μπαλτατζής και ο τιμιώτατος πατριώτης Νικόλαος Θεοτόκης νεκροί, τους οποίους συνώδευσεν όρθιος, ευθυτενής και γενναίος ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, να κτισθή από πολύτιμα μάρμαρα ναϊσκος, μικρός, δια να ημπορούν να γονυπετούν και μεταμελούνται οι απομένοντες αντιπρόσωποι της σημερινής κατηραμένης γενεάς των Ελλήνων, δια να ενθυμούνται μεθαύριον οι επιγενόμενοι. Θέλομεν να είναι κτήμα όλων των Ελλήνων η εκκλησία. Κτήμα της ευλάβειας των μεν, ελεύθερος να ανοίξη την θύραν της μετανοίας των άλλων. Να είναι και να μείνη μόνος εκεί ο συγγενής των Νεκρών και ο Δολοφόνος των. Διότι αυτός ο τελευταίος θα το ζητήση. Θα έλθη ημέρα, κατά την οποίαν αργά, με του ηλίου την δύσιν, θα περάση τον δρόμον των κυπαρισσίων ο Δολοφόνος, δια να ζητήση από τον Θεόν και τας Σκιάς των συγγνώμην δια το απαίσιον, το τρομακτικόν, το ανήκουστον έγκλημα του”.