Η οικουμενική ανοικτότητα ως θεολογική πρόκληση

Του Γιώργου Βλαντή, Επιστημονικού Συνεργάτη της Έδρας Ορθόδοξης Συστηματικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου και της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου

GV2Στη σύγχρονη ελληνόφωνη ορθόδοξη θεολογία εντοπίζεται ένα πολυδιάστατο οικουμενικό έλλειμμα:

Τα βασικά θεολογικά κείμενα της Δύσης παραμένουν αμετάφραστα στα ελληνικά. Ολιγάριθμες είναι μέχρι σήμερα οι μελέτες που να πιστοποιούν μια ουσιαστική σπουδή της παράδοσης του ρωμαιοκαθολικού και προτεσταντικού χριστιανισμού. Αντιθέτως, κύριοι εκπρόσωποι της λεγόμενης «θεολογικής γενιάς του ’60» και επίγονοί τους προσφέρουν εικόνες των ετερόδοξων Εκκλησιών που διαμεσολαβούνται από ιδεολογικές σχηματοποιήσεις και υπεραπλουστεύσεις, λειτουργώντας μανιχαϊστικά και διακονώντας κατ’ ουσίαν αυτοδικαιωτικές προθέσεις. Ο θεολογικός τούτος αντιδυτικισμός συναριθμείται στους λόγους για τους οποίους η κριτική αντιπαράθεση της Ορθοδοξίας με τη νεοτερικότητα –στο πλαίσιο της οποίας κινούνται, τουλάχιστον εν μέρει, οι άλλες ομολογίες- βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Καίριες προκλήσεις του ετερόδοξου χριστιανισμού (νέες θεωρήσεις π.χ. της ιερωσύνης, της σεξουαλικότητας, της σχέσης της Εκκλησίας με την ιστορία, το κράτος και την κοινωνία, κ.ά.) αντιμετωπίζονται συχνά με φοβικότητα και κατηγορηματικές διατυπώσεις, οι οποίες αποκλείουν εκ των προτέρων κάθε συζήτηση, στερώντας την ευκαιρία μιας κριτικής αξιοποίησης της πατερικής προσφοράς στη σχετική αντιπαράθεση.

ΑγΑνδρΤο πλήρωμα των πιστών παραμένει ανίδεο για τα σημαντικά επιτεύγματα του διεξαγόμενου διαχριστιανικού διαλόγου, αν δεν χειραγωγείται από θορυβώδεις κήρυκες μιας ακοινώνητης Ορθοδοξίας. Ο φονταμενταλιστικός αντιοικουμενισμός συνιστά ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα των υπερσυντηρητικών κύκλων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η θεολογική ένδειά του αντισταθμίζεται με μιαν ου κατ’ επίγνωσιν ζηλωτική-επιθετική δραστηριότητα, η οποία στρέφεται λυσσωδώς ενάντια σε κάθε οικουμενικό εγχείρημα. Ακόμη και προσωπικές επιθέσεις ή επιχειρήσεις κατατρομοκράτησης εκκλησιαστικών αρχών και οικουμενικά ενεργών θεολόγων επιστρατεύονται στο όνομα του αγώνα για τη διάσωση της αλήθειας της Εκκλησίας από τους ετερόδοξους «λύκους». Έχοντας διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη γένεση της οικουμενικής κίνησης στον 20ο αιώνα και μετέχοντας με συνέπεια στους διαχριστιανικούς διαλόγους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί κεντρικό στόχο των Ορθόδοξων φονταμενταλιστών.

Οι θετικά διακείμενοι προς τον οικουμενικό διάλογο βλέπουν σε αυτόν μια γόνιμη δυνατότητα για την κατάθεση της παραδοσιακής ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπανίως όμως τον εκλαμβάνουν ως πρόκληση για μια ενεργό συμμετοχή σε ένα διομολογιακό εγχείρημα συνδιαμόρφωσης του χριστιανικού μέλλοντος, το οποίο προϋποθέτει την ετοιμότητα να διδάξει κανείς, αλλά και να διδαχθεί από τη θεολογία και την εμπειρία του Άλλου, να διορθώσει, αλλά και να διορθωθεί, στην προοπτική μιας κοινής προς τα μπρος πορείας.

Τα όσα περιγράφτηκαν παραπάνω προσδιορίζουν και αντίστοιχες προκλήσεις, στο βαθμό που επιθυμείται και επιδιώκεται ο εκκλησιαστικός και θεολογικός διάλογος με τον ετερόδοξο χριστιανισμό.

ΕρμουπολιςΚανένα οικουμενικό εγχείρημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει δίχως ειλικρινή διάθεση για ουσιαστική γνωριμία του ετερόδοξου συνομιλητή. Η ελληνόφωνη θεολογία καλείται να προχωρήσει σε ουσιαστική αναστροφή με τη θεολογική κληρονομιά του δυτικού χριστιανισμού: η γνώση των γλωσσών του (η άγνοια π.χ. της λατινικής γλώσσας συντελεί αποφασιστικά στην αποξένωση από τη δυτική θεολογική παράδοση και στην εδραίωση αρνητικών στερεοτύπων), η μετάφραση κλασικών έργων του, η εκπόνηση απαιτητικών μελετημάτων για μεγάλες μορφές του, αλλά και κοινά προγράμματα στην κατεύθυνση αυτή με ετερόδοξες θεολογικές σχολές και ερευνητικά ιδρύματα θα ήταν κάποια ουσιαστικά βήματα μιας μακράς πορείας γνωριμίας, την οποία αξίζει να επιχειρήσει κανείς. Το ρωμαιοκαθολικό ίδρυμα Pro Oriente (Βιέννη) ανέδειξε και συνεχίζει να αναδεικνύει στη Δύση τους θησαυρούς της ορθόδοξης Παράδοσης. Το όραμα για τη συγκρότηση ενός αντίστοιχου Pro Occidente στην Ανατολή αναμένει ακόμη την υλοποίησή του.

Η όποια οικουμενική ανοικτότητα στερείται ουσιαστικού περιεχομένου αν περιορίζεται στο επίπεδο της εκκλησιαστικής διπλωματίας ή αν αποτελεί γέννημα καιροσκοπικού τακτικισμού. Για να καρπίσει, προϋποθέτει μια ξεκάθαρη θεολογική υποδομή. Η εκκλησιολογία συνιστά εν προκειμένω πρόκληση πρώτου μεγέθους και για τη θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, η οποία πρέπει να δώσει πειστικές απαντήσεις σε ζητήματα όπως τα όρια της Εκκλησίας, το εκκλησιολογικό status των ετεροδόξων Εκκλησιών και η εγκυρότητα των μυστηρίων τους, η διαλεκτική της ενότητας και της ποικιλίας μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η σχέση μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης. Ο εκκλησιολογικός εξκλουσιβισμός (extra ecclesiam nostram nulla salus!) συνιστά την εύκολη λύση του φονταμενταλισμού, ταυτόχρονα όμως μαρτυρεί έλλειψη σεβασμού στον αποφατικό χαρακτήρα του Μυστηρίου της Εκκλησίας και στο έργο του αγίου Πνεύματος, το οποίο δεν περιορίζει υποχρεωτικά τη δράση του εντός μίας και μόνο ομολογίας. Η πατερική θεολογία και η διαχρονική πράξη της Ορθοδοξίας ως προς τους ετεροδόξους υπαγορεύουν διάκριση, μη ευνοώντας τις απολυτοποιήσεις των εξκλουσιβιστικών μοντέλων.

Για να είναι οικουμενικά γόνιμη, η εργασία πάνω στην εκκλησιολογία προϋποθέτει έναν ευρύτερο θεολογικό διάλογο της Ορθοδοξίας με τη νεοτερικότητα, ο οποίος για ποικίλους λόγους βρίσκεται ακόμη in statu nascendi. Η προϊούσα συνειδητοποίηση των γνωσιολογικών, ερμηνευτικών και συστηματικοθεολογικών προκλήσεων που κομίζει η τελευταία (π.χ. η ανατίμηση του ανθρώπινου Υποκειμένου ή η διαλεκτική της απομύθευσης και της εκκοσμίκευσης), εγκυμονεί ελπίδες δημιουργικής αξιοποίησης της πατερικής κληρονομιάς στο πλαίσιο ενός νέου «παραδείγματος» (Th. Kuhn) του χριστιανισμού, το οποίο θα πρέπει να διαμορφώσουν από κοινού οι χριστιανικές Εκκλησίες, προκειμένου να ανταποκριθούν στο καθήκον του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο διαχριστιανικός διάλογος δεν είναι αυτοαναφορικός. Λαμβάνει χώρα ως έκφραση της υπακοής των χριστιανών στην Κυριακή εντολή της ενότητας, «ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ» (Ιω. 17:21). Η Εκκλησία θα κερδίσει σε ιεραποστολική αξιοπιστία θεραπεύοντας τα τραύματα των σχισμάτων. Η προσπάθεια καθολικής και άνευ κριτικού διαλόγου επιβολής του «παραδείγματος» μιας ομολογίας επί των άλλων, πέρα από τον ουτοπικό της χαρακτήρα, μαρτυρεί ένα αυτοδικαιωτικό, παρελθοντολογικό πνεύμα, το οποίο αδυνατεί να συλλάβει την καινότητα και την κρισιμότητα των προκλήσεων που θέτει στο χριστιανισμό ο εικοστός πρώτος αιώνας. Είναι αναγκαία η συντονισμένη εργασία για την άρθρωση μιας νέας θεολογικής γλώσσας (και, σε προέκταση, νέων εκκλησιαστικών δομών!), οι οποίες να αξιοποιούν τα διδάγματα από την ιστορική εμπειρία του μέχρι τώρα διαιρεμένου χριστιανισμού, τρεφόμενες από το όραμα της ενότητας.

ΟικοθμενηΗ οικουμενική κίνηση δεν νομιμοποιείται να αποτελεί υπόθεση μιας μειονότητας κληρικών και θεολόγων, ερήμην του πληρώματος. Η διαφώτιση των μελών του για τα μέχρι πριν λίγες δεκαετίες αδιανόητα επιτεύγματα του διαχριστιανικού διαλόγου, ο σχεδιασμός προγραμμάτων για την ενεργό συμμετοχή των ενοριών στην οικουμενική προσπάθεια και η ανάπτυξη μιας αντίστοιχης ποιμαντικής αποτελούν επίσης προκλήσεις για την ελληνόφωνη ορθόδοξη θεολογία, η οποία αυτοκατανοείται πρωταρχικά ως υπηρεσία της Εκκλησίας, θέλοντας να αποστασιοποιείται από έναν άγονο ακαδημαϊσμό.

Η διακονία του διαλόγου συνιστά πραγμάτωση της αγάπης, η οποία με τη σειρά της αποτελεί την ύψιστη πρόκληση για κάθε χριστιανικό εγχείρημα. Σε ΑγιοςΝεκταριοςμια σχετική αποστροφή του, ο Πενταπόλεως Νεκτάριος αποτυπώνει εύγλωττα το ήθος των αγίων: «Ο μη αγαπών τους ετεροδόξους επίσκοπος, ο μη και υπέρ αυτών εργαζόμενος, από ψευδούς κινείται ζήλου και εστερημένος εστίν αγάπης. Διότι όπου η αγάπη, εκεί και η αλήθεια και το φως, ο δε ψευδής ζήλος και η πεπλανημένη δόξα εξελέγχονται υπό του φωτός και της αγάπης και αποκρούονται. Τα της πίστεως ζητήματα ουδ’ όλως δέον εστί να μειώσι το της αγάπης συναίσθημα. Οι διδάσκαλοι του μίσους εισί μαθηταί του πονηρού, διότι εκ της αυτής πηγής δεν εξέρχεται γλυκύ και πικρόν» (Μάθημα Ποιμαντικής, Ρηγόπουλος: Θεσσαλονίκη 1974, 192)

Νέα Ευθύνη, Περιοδικό Ελευθερίας και Γλώσσας, “Προκλήσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία στον 21ο αιώνα”, Τεύχος 15, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2013

Comments are closed.