Σχόλιο στο ιστορικό Μυθιστόρημα «Ο Διστιχηζμένος Κομονιστής» του Δημήτρη Μπατσιούλα (Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας)
Του Δρ. Π.Κ. Αλεξόπουλου, Ιατρού της Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπευτικής Κλινικής του Technische Universitaet Muenchen
Η βράβευση της Herta Mueller με το Nobel λογοτεχνίας το φθινόπωρο του περασμένου έτους ήταν αναμφίβολα ένας κεραυνός εν αιθρία για την ιστορική αυτοσυνειδησία του συνόλου της ευρωπαϊκής ηπείρου. Τα γραπτά της Mueller συνιστούν μια σιδερένια γροθιά ενάντια στη λήθη και στην αποσιώπηση της βαρβαρότητας του ολοκληρωτισμού που ταλάνισε τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης κατά τoν Ψυχρό πόλεμο. Εν Ελλάδι η βιβλιογραφία και η συζήτηση που αφορούν την ταραχώδη δεκαετία του `40 και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια περιορίζονται σε ιδεολογικά και κομματικά στρατευμένες προσεγγίσεις μανιχαϊστικής υφής που αποσκοπούν πρωτίστως στη δικαίωση των επιλογών και των στρατηγικών της μιας ή της άλλης παράταξης. Δεν επιδιώκουν την καταγραφή των γεγονότων-μαρτυριών, προκειμένου η συλλογική μνήμη συν τω χρόνω να επεξεργαστεί όλες τις παραμέτρους της οδυνηρής αυτής περιόδου και να εξαχθούν τα αναγκαία διδάγματα για το παρόν και το μέλλον του γένους.
Το ιστορικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Μπατσιούλα με τον τίτλο «Ο Διστιχηζμένος Κομονιστής» σπάει αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο. Βασισμένο στο χειρόγραφο «Διήγεμα- ο βήος του Γεώργο», που έγραψε στα 1987 ο πολιτικός εξόριστος στη Βουλγαρία θείος του συγγραφέα, δεν φιλοδοξεί να δικαιώσει κάποια πολιτική παράταξη αναδεικνύοντας, ωραιοποιώντας ή αποσιωπώντας επιλεκτικά γεγονότα του μεσοπολέμου και της δεκαετίας του `40 στο χωριό Χρυσό των Σερρών ή της μεταπολεμικής περιόδου στην πολιτική προσφυγιά στη Βουλγαρία των Georgi Dimιtrov και Teodor Zhivkov. Δεν χρησιμοποιεί τη συνήθη ξύλινη γλώσσα, ούτε αναπαράγει κομματικές αγκυλώσεις ή «βεβαιότητες». Περιγράφει δίχως παρωπίδες την συνωμοτική δράση του κομμουνιστικού κινήματος στη περιοχή των Σερρών τη δεκαετία του 1930 και το ανελέητο κυνήγι των κομμουνιστών την περίοδο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Με γλαφυρή γλώσσα αναφέρεται στα δύσκολα χρόνια της Βουλγαρικής κατοχής, στις προσπάθειες εκβουλγαρισμού της ελληνικής Μακεδονίας, στους αγώνες και στις μεθόδους στρατολόγησης και ανεφοδιασμού του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, στις πολιτικές αντιπαραθέσεις που μόλυναν τις σχέσεις των συγχωριανών, στην μέσα σε μια νύχτα μετάλλαξη των Βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων σε αδελφούς Βούλγαρους κομμουνιστές (η καθεστωτική αλλαγή στη Σόφια και ένα κόκκινο περιβραχιόνιο αρκούσαν…). Δεν διστάζει να θέσει το δάκτυλο είς τον τύπον των ήλων της τραγικότητας της Ζαχαριαδικής ένοπλης ανταρσίας, των αντιδράσεων των τοπικών πληθυσμών που βρέθηκαν στη μήνη του εμφυλίου σπαραγμού, της ήττας, του περάσματος πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα (iron curtain) και το σκόρπισμα των αγωνιστών του Δημοκρατικού Στρατού στα βάθη της βουλγαρικής ενδοχώρας. Χωρίς ενδοιασμούς και διάθεση εξωραϊσμού σκιαγραφούνται η αντιπαραγωγική φύση του βουλγαρικού υπαρκτού σοσιαλισμού, η παραοικονομία, τα προνόμια της κομματικής νομενκλατούρας όχι μόνον του καθεστώτος, αλλά και των ηγετικών κύκλων των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, η κομματική και κρατική προπαγάνδα, η έλλειψη αγαθών, η υποβαθμισμένη σε σχέση με την Ελλάδα ποιότητα ζωής, η γραφειοκρατία, ο φόβος, οι στενοί ορίζοντες του ολοκληρωτισμού και της ανελευθερίας… Η μαρτυρία του απλού και αγνού αγωνιστή της Αριστεράς εμπλουτίζει το πολύτιμο υλικό στο οποίο θα ενσκύψει ο αδέσμευτος ιστορικός του μέλλοντος αναζητώντας την ιστορική αλήθεια.
Το μυθιστόρημα του Δ. Μπατσιούλα δεν μένει όμως εγκλωβισμένο στο επίπεδο των πολιτικών γεγονότων και των ιστορικών εξελίξεων. Η εστίαση στις τραγικές συνέπειες του ιδεολογικού φανατισμού και η ιχνηλάτηση του δράματος της αυτοπαγίδευσης του ανθρώπου στη κηδεμονία ενός παντοδύναμου πατριαρχικού κόμματος συγκλονίζουν και συνεισφέρουν στην καταλλαγή και την υπέρβαση των παθών και της αδιαλλαξίας. Ο κομμουνιστής αγωνιστής, ο καπνοπαραγωγός με το κοφτερό μυαλό και τα ελάχιστα φυσικά χαρίσματα που ταλανίζεται από τα αδιέξοδα που συνεπάγεται η στράτευση του στα μετερίζια του ολοκληρωτισμού και των άκρων είναι ο πρωταγωνιστής του έργου. Η σύγκρουση του χρέους έναντι της οικογένειας και των συγχωριανών με τις εντολές του κόμματος, η αμφιβολία για την ορθότητα των επιλογών του κόμματος, ο σεβασμός της ζωής του συνανθρώπου πέρα από πολιτικές τοποθετήσεις και αντιθέσεις παρατάξεων, η συντριβή και ο πόνος λόγω της απώλειας μελών της οικογένειας του, ο φόβος, το βαθμιαίο ξέφτισμα της λάμψης των κομμουνιστικών ιδεών, η απουσία κοινωνικής δικτύωσης στα χρόνια της προσφυγιάς, η αυτοκαταστροφική εμμονή στο αδειανό πουκάμισο του κομματικού φανατισμού, που γίνεται η αιτία διάρρηξης των εναπομεινάντων δεσμών με την οικογένεια του στην Ελλάδα, και τελικά η εγκατάλειψη και η μοναξιά συμβάλλουν σε μια ανάγνωση των γεγονότων πέρα από το μίσος και το αίμα και απαλύνουν την τραχύτητα δύσβατων ιστορικών μονοπατιών. Παράλληλα η τραγωδία του πρωταγωνιστή καταδεικνύει την ανθρώπινη καταρράκωση, στην οποία καταλήγει ο εγκλωβισμός σε ολοκληρωτικές ιδεολογίες.
«Ο Διστιχηζμένος Κομονιστής» τοποθετεί με ιδιαίτερη μαστοριά κάποιες ψηφίδες του μωσαϊκού της ιστορικής αυτοσυνειδησίας της ανατολικής Μακεδονίας και συνιστά επιπλέον μια γνήσια αμόλυντη από κομματικές σκοπιμότητες μαρτυρία σχετικά με την πολιτική προσφυγιά στις χώρες του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού. Το πόνημα του Δ. Μπατσιούλα διακηρύσσει, σχεδόν κραυγάζει, στο σύγχρονο ελλαδικό περιβάλλον της πολιτικής και ιδεολογικής ληθαργοκρατίας (Peter Sloterdijk) και του προσδιορισμού των ιδεολογικών διαφορών με όρους marketing και όχι με όρους πολιτικής φιλοσοφίας την αναγκαιότητα εμβάθυνσης της ηθικής όψης της δημοκρατίας, την διαφύλαξη των αρχών της μεσότητας, της μετριοπάθειας και της αντίθεσης στα άκρα (Κωνσταντίνος Τσάτσος). Οι αξίες αυτές συνιστούν αναμφισβήτητα εχέγγυα και ακλόνητα προτάγματα για την πραγμάτωση της εθνικής ενότητας μέσα από τη δημοκρατική πολλαπλότητα και την ελευθερία.
“Ο Εκκλησιολόγος”, 10 Απριλίου 2010
“Πελοπόννησος”, 14 Ιουλίου 2010