Του Δρ. Π. K. Αλεξόπουλου, Ιατρού της Ψυχιατρικής Kλινικής του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου
Συνηθήσαμε εν Ελλάδι ιδίως μετά το κύμα λαϊκισμού της δεκαετίας του ‘80 να πολιτικολογούμε εντύπως, ηλεκτρονικώς ή δια ζώσης με κραυγές, αφορισμούς, και με μονολιθικές -σχεδόν μανιχαϊστικές- προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Ο δημόσιος διάλογος ταυτίζεται με το ανελέητο κυνήγι του εντυπωσιακότερου πυροτεχνήματος- σλόγκαν. Ο πολιτικός λόγος ευτελίζεται σε φτηνή αναπαραγωγή συνθημάτων και στερεότυπων αντιλήψεων.
Οι παραπανω επισημάνσεις δεν κομίζουν βεβαίως γλαύκας εις Αθήνας. Προκαλεί όμως βαθειά θλίψη η σύγκριση του επιπέδου του δημοσίου διαλόγου στο τόπο όπου συγκροτήθηκε η εκκλησία του δήμου και η απέλλα και εν συνεχεία πραγματώθηκε το εκκλησιαστικό γεγονός, με τη στάθμη της δημόσιας συζήτησης σε χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Την ώρα που η χρήσιμη παραίνεση του κ. Π. Τατούλη στη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας να βγει η κυβέρνητική παράταξη στο δρόμο και να διαλεχθεί με τους πολίτες λοιδωρείτο αναίτια ως αντάρτικο ενάντια στο κ. Κ. Καραμανλή, ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Dr. G. Beckstein -αντί απλώς να συνθηματολογεί- εξηγούσε στα πλαίσια ανοικτής πολιτικής συγκέντρωσης προ των τοπικών εκλογών, γιατί οι Χριστιανοκοινωνιστές στηρίζουν την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Ομολογώ πως δεν είχα εως τη στιγμή εκείνη ποτέ αναρωτηθεί. Αποδεχόμουν την ανάγκη στήριξης των μικρομεσαίων ως δόγμα, βασιζόμενος ασυνείδητα σε ανθρωπιστικές ιδέες και κοινοτυπίες-βλαστούς της μονοκαλλιέργειας των σοσιαλιστικών ιδεών που ταλανίζει τον τόπο από το ‘74 και εντεύθεν. Στο ίδιο περίπου πλαίσιο κινήθηκαν και οι ερμηνείες που προσπάθησαν να δώσουν και φίλοι που ερωτήθηκαν σχετικά. Η ιστορία/πολιτική- όπως και η βιολογία- δεν λειτουργούν όμως με όρους αγκυλώσεων. Ζητούμενα είναι η αποτελεσματικότητα, η ανταγωνιστικότητα και η καλύτερη προσαρμογή στις προκλήσεις του περιβάλλοντος… Όπως επεσήμανε ο υποψήφιος των χριαστιανοκοινωνιστών, το πλεονέκτημα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας είναι η γεωγραφική σταθερότητα και η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, σε αντίθεση με εταιρείες κολοσσούς που επιδεικνύουν έντονη γεωγραφική ευελιξία και αντιμετωπίζουν τους εργαζομένους με όρους αναλωσιμότητας,.
Στη χώρα μας έχει χαθεί η μάχη με το αυτονόητο και κυριαρχεί η πνευματική ακινησία. Δεν καλλιεργείται η δημιουργική πολιτική σκέψη. Ο δημόσιος διάλογος δεν βασίζεται σε επιχειρήματα. Δεν προάγει το σκέπτεσθαι, το στοχασμό, τη ευθυκρισία. Χαϊδεύει απλώς τα αυτιά των ακροατών και ομαδοποιεί…Η δημόσια συζήτηση διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες με όρους παραπολιτικής, κουτσουμπολιού και ποδοσφαιρικών μεταγραφών. Δυστυχώς συνεχίζουμε τις ασκήσεις επί του χάρτου της πραγματικής πολιτικής ασχολούμενοι με τα τερτίπια καχεκτυκών πολιτικών αναστημάτων που μονοπωλούν τα φώτα της δημοσιότητας, αντί να αναζητούμε συστηματικά λύσεις για την αναμόρφωση του τελματωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, για τα αδιέξοδα της καταναλωτικής κραιπάλης που στηρίχθηκε στα χαμηλά επιτόκια και την παραοικονομία, και για την ραγδαία μετάλλαξη του κοινωνικού ιστού μέσω της αθροάς εισροής μεταναστών. Αγνοούμε πως ο τυφώνας της κοινωνικής αβεβαιότητας που προξένησε η τραπεζική κρίση φτάνει στα μέρη μας. Θα σχίσει ξαφνικά το παραπέτασμα των τηλεοπτικών παραθύρων και θα μας αφαιρέσει τις παρωπίδες, εγκαταλείπωντας μας αθεράπευτα μόνους μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα, από την οποία τόσο αριστοτεχνικά αποστρέφαμε το βλέμμα: Έλλειψη ανταγωνιστικότητας σχεδόν σε όλους τους τομείς, πνευματική πενία και λειτουργικός αναλφαβητισμός… Ακριβώς επειδή η παρακμή δεν περιορίζεται –όπως συνήθως εθελοτυφλώντας ελπίζουμε- στο χώρο της οικονομίας, δεν αντιμετωπίζεται με όρους και λογικές οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει και απαιτεί πρωτίστως επανάσταση ήθους, συνείδηση συνέχειας –εθνικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, ιδεολογικής-, νέες ιδέες, καθαρές θέσεις, σχέδιο και πίστη πως το γένος έρχεται από μακρύα για να πάει μακρυά… Σε τούτο ακριβώς το σημείο εστιάζεται η αχίλλειος πτέρνα, το θεωρητικό και ιδεολογικό αδιέξοδο της κυβερνώσας παράταξης. Η κεντροδεξιά στην Ελλάδα ταλανίζεται από το ‘74 και μετά από μια μυωπική ιστορικοϋλιστική αντίληψη ανάλυσης των προβλημάτων του τόπου και των διεθνών εξελίξεων… Ο ταχύτατος εξανεμισμός της σαφούς πολιτικής υπεροχής της το 2004 εντός μόλις τεσσάρων ετών πιστοποιεί την ιδεολογική της ένδοια και την αδυναμία της να αφουγκρασθεί πολιτικά –και όχι επικοινωνιακά- τα μηνύματα των καιρών… Επίσης καταδεικνύει την αναγκαιότητα απεγκλωβισμού από την μονολιθική λογική της ανάλυσης της κρίσης με όρους οικονομικούς-τεχνοκρατικούς, που τελικά οδηγεί στον αφορισμό “όλοι ίδιοι είναι” και απαξιώνει τη δημόσια συζήτηση εν τη γενέσει της. Τούτες τις ώρες της έκπτωσης, της ανεπάρκειας και της απαξίωσης είναι απαραίτητη η έναρξη ενός γόνιμου και ανοιχτού διαλόγου σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας δίχως παρωπίδες, συναισθηματισμούς και μάχες οπισθοφυλακών για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας…
«Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι / και αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας / πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας…» (Κωστής Παλαμάς).
«Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου / τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά…» (Μανώλης Αναγνωστάκης).
“Γνώμη Πατρών”, 12 Oκτωβρίου 2008
“O Εκκλησιολόγος”, 17 Οκτωβρίου 2008