«H δύναμις βρίσκεται μέσα μας…»

με αφορμή την επέτειο του «ΟΧΙ»

Οι κραυγές και οι ατέρμονες ανούσιες φωνασκίες κούρασαν. Η καταιγίδα των υφολογικών ακροτήτων των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η κενότητα των ανέξοδων φωνασκιών τούτων των καιρών της ελαφρότητας (1) και της ανεπάρκειας (2) έχουν απαξιώσει τον ανθρώπινο λόγο. Ο μέσος σκεπτόμενος πολίτης αυτής της χώρας είναι σήμερα λειτουργικά κωφός… Ακούει δίχως να κατανοεί, δίχως να σκέφτεται, δίχως να προβληματίζεται. Ασυνείδητη πεποίθηση του είναι πλέον πως ο λόγος στερείται περιεχομένου και μηνύματος… Κάτι σαν τους «διαλόγους» των τηλεοπτικών παραθύρων…

Εντός αυτού του πλαισίου είναι αρκετά πιθανό πως οι πανηγυρικοί της ημέρας με αφορμή την έναρξη του αγώνα της Πίνδου θα μας αφήσουν παγερά αδιάφορους, ή στην καλύτερη περίπτωση θα απευθυνθούν για λιγοστά δευτερόλεπτα στο συναίσθημα μας, για να ξεχαστεί το μήνυμα τους την αμέσως επόμενη στιγμή. Θα γυρίσουμε έτσι αμέριμνοι στην συναισθηματική επιπέδωση του κυνηγιού της ευτυχίας που μάλλον δεν θα φτάσουμε ποτέ, απλά και μόνο διότι η ευτυχία κουράστηκε από την ταχύτητα με την οποία κινούμαστε και ξέμεινε πίσω στα απλά, σιωπηλά, μοναχικά και γνήσια. Σε όλα αυτά που προσπερνάμε κάθε μέρα ανυποψίαστοι… Η επέτειος του «ΟΧΙ» ξεφτίζει και γίνεται απλώς μια ακόμα αργία. Απλώς μια ακόμα αργία η ημέρα της ενάρξεως του αγώνα που έκανε όχι μόνο τους «συμμάχους» Εγγλέζους να διακηρύξουν πως πλέον οι ήρωες πολεμούν σαν ‘Έλληνες, αλλά και τους Γερμανούς εισβολείς να αποδώσουν για μοναδική φορά κατά τη διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου τιμές στους νεκρούς εχθρούς, στους μαχητές της Γραμμής Μεταξά; Τελικά μήπως οι λόγοι μας είναι απλώς μια ακόμα συνιστώσα των ανούσιων κραυγών και γι’αυτό δεν συγκινούν; Μήπως επιβάλλεται να στραφούμε στη πηγή, δηλαδή στη γνησιότητα των καταγραφών λόγου των πρωταγωνιστών του έπους, που ίσως έχει ακόμα τη δύναμη να περάσει το μήνυμα και να μεταδώσει τον «ηλεκτρισμό» της εποποιίας;

Ο λόγος των ανθρώπων που συγκρότησαν το στρατό των γενναίων που έγραψε το έπος της Πίνδου έχει την ένταση που γεννά η στιγμή της αναμέτρησης με το θάνατο. Έχει τη λάμψη της βιωματικής αλήθειας και τη καθαρότητα της θυσίας της ίδιας της ύπαρξης στο βωμό του καθήκοντος. Συνιστά κατάθεση ψυχής. «Ακούω τις σφαίρες να περνούν σαν σμήνη μελισσών δίπλα στα αυτιά μου και εγώ προχωρώ όρθιος. Νοιώθω τον ζεστό αέρα δίπλα στο δέρμα μου. Περιμένω τον θάνατο. Ανάμεσα σε δυο δευτερόλεπτα, υπάρχει αρκετός χώρος για να περάσει ο θάνατος. Και σε μισό ακόμη δευτερόλεπτο, χωρισμένο στα δυο. Φτάνει ο ένας χτύπος του ρολογιού. Με τον ένα μπορεί να υπάρχεις, με τον άλλο να βλέπουν οι άλλοι ότι δεν υπάρχεις…» (3).

Τέλη Μαρτίου του ’41. Η Γιουγκοσλαβία έχει ήδη περάσει στις δυνάμεις του Άξονα. Παραμονές της γερμανικής επίθεσης. Λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου. Ένας στρατιώτης του Τ.Τ. 395 αποστέλλει σε εφημερίδα των Αθηνών μια συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή, που νοηματοδοτεί απλά και καθαρά τον αγώνα στα βουνά της Ηπείρου. Ο συγγραφέας έχει πλήρη συνείδηση πως το Γένος έρχεται από μακρυά για να πάει μακρυά… Μαχόμενος το χειμώνα του ‘40-41 κάνει το καθήκον του απέναντι στην ιστορία αυτού του τόπου και προασπίζει στην πράξη την περηφάνια και την αρχοντιά των Ελλήνων, την κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων (4). Ο αγώνας του γίνεται φωτεινό μονοπάτι ελπίδας για τον κόσμο όλο… Ο επιστολογράφος δεν είναι άλλος από τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο… «Διαβάζοντας σας, διεπίστωσα πόσο δίκηο είχα, έχοντας την αντίληψιν ότι και η διανόησις είναι ένα φοβερό όπλο στα χέρια ενός ηρωϊκά αμυνόμενου Έθνους, και μάλιστα στα χέρια του Έθνους μας, το οποίον ανέτειλε μεσ’ από τη φωτιά του τελευταίου πολέμου σαν ένα αξιοθαύμαστο ηθικό συγκρότημα, που παρελαύνει στας οδούς όλου του κόσμου κάτω από τα χειροκροτήματα και τα δάκρυα της ανθρωπότητος. Όσα εγράφατε έκαναν να αναπηδήση μέσα μας ένα ιερό ρίγος, – ο βαθύτερος εαυτός μας- έκαμαν να λάμψει ο πολύτιμος Ελληνικός μαργαρίτης, που μεταβιβάζεται από αιώνα σε αιώνα, σπαργανωμένος από συμφορές, θλίψεις και καταθλιπτικά πλήγματα και που αναδύεται πάντοτε στις κρίσιμες ώρες της ανθρωπότητας, σ’ όλες τις νύχτες και σ’ όλες της εποχές. Όποιος δεν έμαθε να πεθαίνη, δεν ξέρει να ζη. Ο ωραίος θάνατος σημαίνει τέλεια κατανόηση της ζωής: Σημαίνει ζωή. Η Ελληνική κιβωτός ξαναφαίνεται πάλι μέσα στα πεπρωμένα της ανθρωπότητος για ν’ αποδείξει μιαν ακόμα φορά ότι η δύναμις βρίσκεται μέσα μας κι όχι στα παληοσίδερα που προσπαθούν να συμπληρώσουν την ανθρώπινη κενότητα και να επιβάλουν την τυφλή δύναμι σα νόμο ζωής, ρυθμιστή του πνεύματος και της ψυχικής συγγένειας του ανθρώπου προς το Θεό…» (5).

Ότι είναι στον κόσμο σημαντικό και πολύτιμο το βρίσκει κανείς στις ιστορίες (καταγραφές) που προκαλούν δάκρυα ή γέλια, ή ακόμα καλύτερα και τα δυο μαζί (6). Τα λόγια του ποιητή έχουν αυτή τη δύναμη. Προκαλούν τόσο τη συγκίνηση που δημιουργεί η προσπάθεια νοηματοδότησης ενός αγώνα που κινείται επικίνδυνα στη κόψη του επισφαλούς, στο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου όσο και το χαμόγελο αισιοδοξίας που γεννιέται από την αγωνιστική απόρριψη της ματαιότητας μιας ζωής κενής, μακρυά από το φώς του Λόγου και της Αλήθειας.

Erlangen, Νυρεμβέργη, Οκτώβρης 2007

  1. Κωνσταντίνος Μάγνης. Λίγα αιρετικά, προαιρετικά. «Πελοπόννησος», 17 Σεπτεμβρίου 2007
  2. Οδυσσέας Ελύτης. Ομιλία κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nobel Λογοτεχνίας, 8 Δεκεμβρίου 1979, http://nobelprize.org/nobel_prizes/literature/laureates/1979/elytis-lecture-e.html
  3. Νικηφόρος Βρεττάκος. Οδύνη- Αυτοβιογραφικό χρονικό
  4. Οδυσσέας Ελύτης. Τα δημόσια και ιδιωτικά
  5. Νικηφόρος Βρεττάκος. Επιστολή από το Μέτωπον. «Η Καθημερινή», 30 Μαρτίου 1941
  6. Sasa Stanisic. Wie der Soldat das Grammofon repariert

“Πελοπόννησος¨, 28 Οκτωβρίου 2007

Comments are closed.